Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

Το καβενούιν της Αρνάκας: επεισόδιον 4ον

Τα πρώτα τρία επισόδεια εδώ

Εσκέφτην τζιαι την Φωτεινήν την Σβετλάναν μιαν ημέραν που την έφερεν να του καθαρίσει το αρχοντικόν. Εθώρεν τα ττορφαντά της τα κωλομέρκα που εστροντζιυλοσούζουνταν όπως εψήλωννεν πάνω να αντινάξει με το φρουκάλιν τες αζγαγιές μες τες γωνιές των βολιτζιών, τζι ένωσεν κάτι μέσα του να ταράσσει. Εσέρβιρεν της το ανέκδοτον που ανακάλυψεν για να σερβιρίσκει τους Κυπραίους τους μουσαφίρηδες για να νοιώθουν παραπάνω οικειότηταν. Εσκαρφίστην ότι τάχα ότι ήταν μονογιός. Ελάλεν τους πελάτες ότι ο τζιύρης του ήταν κουφόσπορος τζιαι έν έκαμνεν μωρά.

– Θωρείτε την τούτην την καρκόλαν με τα σκλουβέρκα; Ελάλεν τους. Πριν 72 γρόνους, εν δαπάνω που ετσίλλησεν ο νούννος μου την μακαρισμένην την μάναν του τζιαι έσπειρεν με.

Επαρατήρησεν ότι άμαν ελάλεν την ιστορίαν, επούλεν τουλάχιστον θκυο λίρες παραπάνω πορικά. Ειδικά σουτζιούκκον που τον επούλεν τάχατις καμωμένος που αφροδισιακά σταφύλια της Αρνάκας.

Μόλις είπεν την κουβένταν της Σβετλάνας, η Βουλγάρα εφύρτην που το γέλοιον.

– Μα έχασεν παττίχα του θείε; Τζιαι τζιείνοι ούλοι αρφούες που εν κάτω πόλην τζιαι Αγγλίαν ποιο έσπειρεν τα;

Ποτζιεί ποδά έσασεν τα ο Θεορής φκάλλοντας την πελλήν ότι έν καταλάβει ελληνικά, αφούς τζιείνος είπεν της ότι η ιστορία εν τζιείνου που του επούλησεν την τάβλαν με τα σκλουβέρκα.

Εδοτζίμασεν τζιαι την Λέλλαν την πατρόναν κάτω στην πόλην. Είπεν της ότι έθελεν να του έβρει κοπελλούαν το πολλύν σαραντάραν τζιαι όμορφην. Εκμυστηρεύτην της τζιαι την φαντασίαν του. Ήταν η μόνη που τον έπιασεν στα σοβαρά.

– Άκου να δεις Θεορή. Για να δεχτεί κοπελλούα νέα έτσι πράμαν που λλόου σου, μόνον ξένη, τζιαι θέλει τζιαι πολλές λίρες. Αλλά εν τζιαι έν τούτον το πρόβλημαν. Στο υγειονομείον τζιεκκάρουμεν τες κάθε μήναν, όμως ξέρεις εσού ποιός ξιμαρισμένος την εκαλλίτζιεψεν με δίχα καπόττον την προηγούμενην; Έσιει κοπελλούες ασυνείδητες τζιαι πουντζιάζουν μαύρον χρήμαν που κάτι ανώμαλους που θέλουν μίσιημου έρωταν με δίχα φερετζιέν. Εν να πάεις εσού καθαρός άδρωπος να μπίξεις τα σιείλη σου έτσι τόπον; Μόνον το δικόν μου εγγυούμαι σου το καθαρόν, τζιαι δεν θα σου χρεώσω ούτε φι-πι-ά.

Προς στιγμής ο Θεωρής εσκέφτην «ασσέν τζιαι σταφύαν με κοκκόνες παρά μα πάω καμένος με δίχα να δοτζιμάσω» αλλά τούτες οι ιστορίες με τες ξιμαρισιές εκάτσαν του τες καύλες του.

– Άισε να το σκευτώ κόρη. Είπεν της Λέλλας τζιαι λάμνισεν.

Εθυμώθην πολλά η Λέλλα που ούτε οι φουχτόγεροι εν την ακαταδέχουνταν πιον. Τζιαι εν τζιαι ήταν που τα πλάσματα που μεινίσκουν πουκάτω. Πριν να προκάμει να κάμει τζιει, εποσσιέπασεν που το παραθύριν τζιαι εφώναξεν του με έναν έσσκιν:

– Στην ηλικίαν σου Θεορή για προσκύνημαν μόνον στο μοναστήριν του Τζύκκου σε δέχουνται. Τζιει που επροσκύνας τζιαι τον τζιαιρόν που ήσουν σκάπουλλος. Εμέναν τουλάχισον, επροσκυνήσαν με 4 γενιές λεβέντηες τζιαι άμαν καμμώ τα μμάθκια μου, θκυαλέω τον καλλύττερον τους τζιαι περνά μου η αύρα. Εσού έν να πεθάνεις καμένος με την εικόναν της Παναϊας.

Ο Θεορής έκαμεν που εν άκουσεν. Ούτε καν πους εδίκλισεν πίσω του. Είσιεν που την ημέραν που του εδείχτην ο καλικάντζιαρος που εν ένωσεν έτσι στενοχωρίαν.

Όταν εστράφην εις το χωρκόν εξίασεν τα στρηνιάσματα τζιαι ερίχτην με τα μούτρα στην δουλειάν. Άκουσεν που τρίτους πους εσκέφτετουν τζιαι ο Τιγγιρής να αννοίξει σπίτιν τζιαι εφοάτουν άμπα τζιαι φαει του την δουλειάν. Εν τζιαι πους εφοάτουν τζιαι πολλά. Έξερεν ότι ο καβενές στο έμπα του χωρκού ήταν αχτύπητος για να συνάεις τον πελάτην πον να κατεβεί του αυτοκινήτου.

Μες το σπίτιν που εγόρασεν που τον Γιωσήφην του Καπύρη είσιεν πιθάρκα τζιαι έναν πιεστήριον του σταφυλιού. Εσκέφτην να το κάμει μουσείον του κρασιού. Με έναν καλόν καθάρισμαν τζιαι τρεις πιτσικλιές ασβέστην το σπιτούιν εγίνην κούκλα. Όποιος έθελεν να μπεί μες το μουσείον επήεννεν στον καφενέν τζιαι άφηννεν μιαν λίραν τζιαι έπιαννεν το κλειδίν. Έβαλεν τζιαι πότσιες κρασιά τζιαι έκαμεν το σέλφ ΄σέρβις. Στην αρκήν εφοάτουν ότι εν να του κλέφτουν πότσες τζιαι να μεν βάλλουν τα ριάλια. Κάπου εσκέφτην όμως ότι κάποιος που θα πάει να πιάσει το κλειδίν εν θα είσιεν μούτρα να του γελάσει. Τζιαι άμαν είσιεν γκρούπς, θα αντρέπουνταν ο ένας τον άλλον τζιαι κανένας δεν θα ετόλμαν να κλέψει γέρον άθρωπον μπροστά στα μμάθκια του κόσμου.

Έτσι τζιαι εγίνην τζιαι το πείραμεν επέτυχεν. Όπως εν είσιεν πωλητήν, οι επισκέπτες ενοιώθαν παραπάνω ελέυθεροι να περιεργαστούν την πραμάθκειαν. Ενομίζαν ότι το κρασίν της Λοέλ με το οποίον εγέμωννεν που την λαμιντζιάναν τες πότσες ήταν χωρκάτικον. Εν έφταννεν να γεμώννει πότσες τζιαι να τες βάλλει στο σέλφ σέρβις του μουσείου.

Τζιείνον το μουσείον αγάπαν το παραπάνω τζιαι που το αρχοντικόν. Στο πιεστήριον του Καπύρη εδούλεφκεν ο τζιύρης του κάθε Σεττέβρην που συνάαν τα σταφύλια, αλλά εν τζιαι εν τζιείνον που τον ετράβαν. Ο τζιύρης του ελάλεν του ότι ο Καπύρης ήταν πίκρης άδρωπος τζιαι έτρωεν του τον κόπον του. Αγάπαν το διότι ήταν μια δουλειά που ετζιύλαν που μόνη της. Με υπάλληλον, με τίποτε, ότι κκιάριν άφηννεν ήταν καθαρόν. Ήταν ιδέα δική του. Κανένας χωρκανός δεν θα έπιαννεν το ρίσκον να αφήννει μιαν κάσιαν κρασίν με δίχα να το γλέπει. Ώς που εγέρναν, παραπάνω ήταν σίουρος ότι με την εμπιστοσύνην κάμνεις παραπάνω ριάλλια.

Έπιαεν τζιαι έναν που τα σπίθκια τζιαι έκαμεν το μαχαζίν της Φωτούς. Ήταν κολλητόν πας τον καβενέν τζιαι έτσι εκράτεν τζιαι το μαχαζούιν τζιαι τον καβενέν. Ήβρεν τον μιαν ημέραν ένας πλασιές που έκαμνεν εισαγωγές οτιδήποτε που την Κίναν τζι εκουκκούφαν τον όστι τζιαι έπεισεν τον. Έθελεν να τον βάλει να πουλεί καλαχουρούθκια τζιαι πανέρκα κινέζικα. Ο Θεωρής έξερεν όμως ότι χωρίς την προσωπικήν σφραγίδαν του χωρκού, τίποτε δεν επουλιέτουν. Έδωκεν του 5 δείγματα που τα πετσεττάκια της Φωτούς που επουλιούνταν παραπάνω. Σε τρεις μήνες έφερεν του εκατόν κομμάθκια που το καθέναν για έξι σελίνια το κομμάτι. Φαντάσου πόσα εδουλέφκαν οι κινεζούες… Η Φωτού εσταμάτησεν να κάμνει σμιλίν. Εκάθετουν ούλλη μέρα στο μαχαζίν τζιαι έπιαννεν τα γιαλιά τζιαι το σμιλίν μόνον την ώραν που έρκετουν πελάτης. Παρόλον που οι γειτόνισσες εθέλαν τα μισά, τζιαι παρόλον που ο Θεορής εσαλαβάταν ότι εκλέφταν τους, η Φωτού δεν έκοψεν την δουλειάν των φιλενάδων της. Έτσι τζιαι αλλιώς η ποσότητα των σμιλιών των χωρκανών ήταν ασήμαντη. Η παρέα όμως που έκαμνεν με τες άλλες κοτζιάκαρες ήταν χρυσάφιν.

Τα άλλα θκυο σπίθκια απλά έσασεν τα τζιαι είσιεν τα εικονικά για παραπλάνησην να συνάει παραπάνω πελάτες. Ο Ττιγγιρής άνοιξεν τελικά τζιαι τζιείνος σπίτιν παραδοσιακόν τζιαι άρκεψεν του ανταγωνισμόν. Τη πρώτην εφτομάδαν έπιαννεν του τρεις πελάτες στους δέκα, αλλά ώσπου να φκει ο μήνας ο Θεορής άννοιξεν τζιαι τα άλλα θκυο σπίθκια. Είσιεν τα αννοιχτά με καμπόσα τσαρτελλούθκια, γιασουμιά, βασιλιτζιές, φούλια τζιαι τριαντάφυλλα αθθισμένα μες τα ττενεκκούθκια. Έβαλεν ταπέλλες «Free Entrance ». Δεν είσιεν κανέναν τα τα γλέπει για να μεν πιορώννει εργατικά. Τον Αντωνήν έθελεν τον ακόμα για τα χωράφκια. Έν έβαλεν μέσα πράματα με αξίαν για να με έσιει έννοιαν που τες κλεψιές. Κάτι παλιοτάβλια τζιαι παλιοκαρκόλες που ήβρεν τζι εκούρτισεν, εσιέπασεν τα με τραπεζομάντιλα τζιαι παπλώματα κινέζικα που εν επουλιούνταν. Ούλλη μέρα επαρακολουθούσαν τζιαι τζιείνος τζιαι η Φωτού. Άμαν εθωρούσαν ξένον να μπαίννει μέσα, όποιος είσιεν οφτζιερκάν εβούραν τζι εσύναεν τον. Η Φωτού έπερνεν τους στο μαχαζίν τζιαι ετζιέρναν τους καφέν ως που να τους παραλάβει ο Θεορής τζιαι να τους πάρει στο αρχοντικόν που εκατάντισεν έναν ιδιότυπον μπακκάλλικον όπου εγόραζες που υποχρέωσην. Στους τρεις πελάτες που εσύναξεν στην αρκήν ο Ττιγγιρής, εσυνάξαν πίσω τους θκυο.

Ώρες-ώρες άμαν έκοφκεν οτζιερκά τζιαι κάθετουν να πνάσει στο καβενούιν, εσκέφτετουν που ήταν τζιαι που έφτασεν. Εδόξαζεν τον καλικάντζιαρον που ήρτεν να του αννοίξει τα μμάθκια του, που εκατάριφκεν τες λίρες να τες ιβράζει ψία τζιαι ήταν να ξιπουλιάσουν μες το μαξιλάριν.

Όποτε έρκουνταν δωδεκάμερα, ήταν ανήσυχος άμπα τζιαι εμφανιστεί ο καλικάντζιαρος τζιαι θέλει τα μισά κέρδη. Που την άλλην, είσιεν μιαν κρυφήν ελπίδαν ότι ήταν να ρτει τζιαι να φέρει τζιαι την καλικαντζιάραν μιτά του. Ήταν η μόνη του ορπίδα να πραγματιποιήσει τον πόθον που η ζωή εν τον αξίωσεν να δοτζιμάσει με γεναίκαν.

Επρογραμμάτιζεν τα πλαντα ναν προετοιμασμένος. Που τον Νιόβρην ότι ριάλια εσύναεν τζιαι αρτιρούσαν που τα έξοδα, εγόραζεν ακίνητην περιουσίαν. Αν έρκετουν ο καλικάντζιαρος τζιαι έθελεν τα μισά, ήταν να του πει ότι αφούς δεν κρατεί τίποτε, τίποτε δεν του χρωστεί. Ότι κέρδη εγινήκαν περιουσία, ας τα εκληρονόμαν ποθανόντα του. Έτσι τζιαι αλλιώς παιδίν να τον κληρονομίσει εν είσιεν.

Στην αρκήν εγόραζεν για να μεν μεινίσκουν λίρες πάνω του. Λλίον λλίον εγόρασεν το μισόν χωρκόν. Εν έμεινεν όμως μόνον αγοραστής. Άμαν έρκετουν κανένας ξένος τζιαι έθελεν να γοράσει, εμπόριεν να του πουλήσει τζιόλας άμαν του εδιούσαν έναν δέκα που όσα εγόρασεν. Τζιείνος έξερεν πότε ο κάθε γέρος ή ο κάθε χωρκανός που την πόλην είχεν ανάγγην τζι επήεννεν τζι εγόραζεν όσα όσα στην κατάλληλην ώραν. Οι ξένοι όμως που κανέναν έν εξέραν ακουλιάζαν ούλλοι στον καφενέν για να πιάουν πληροφορίες. Τες τιμές εκράτεν τες κρυφές με μεγάλυν μυστικότηταν να μεν ιγλυκάνουν οι χωρκανοί τζιαι να θέλουν το ναν αλλό ναν.

Πότε πότε επιάνναν τον τζιαι οι μαύρες σκέψεις. Αν πεθάνει πρώτος, είνταν που να τα κάμει η Φωτού τούτα ούλλα τα μάλια. Εφοάτουν την πολλά τζιείνην την βουλγάραν. Που τον τζιαιρόν που αρκοντίναν εγίνην ακόμα πιο μελένη με την Φωτούν. Το παραπάνω που τον ανησύχαν ήταν το ότι εφαίνεστουν του πως εν η Φωτού που εγένετουν πιο μελένη μιτά της. Μιαν ημέραν που εγύρεψεν να μουρμουρίσει λλίον, εκάτσαρεν τον πάλε του βούρου η Φωτού, όπως κάθε φοράν που της εμίλαν για την βαφτιστιτζιήν της.

- Εν θωρείς ότι ως που πάμεν γερνούμεν; Αν μας τύχει τίποτε ποιόν άλλον έχουμεν για ποκούμπιν;

Κάποτε πάλε εσκέφτετουν ότι αν πεθάνει πρώτη η Φωτού, εν να μείνει μόνος του σαν την μαύρην γερημίαν. Ποιός εν να του μαειρεύκει; Ποιός εν να αντζιοπλυννίσκει; Ποιος εν να κρατεί το μαχαζούνι με τα κινέζικα;

19 σχόλια:

Μαππατζιης είπε...

Ασέρα(οξά εν Ασερά ή Ασίρα?)μάχουμε να κάμω ένα ''λεξικό του φούρπου'' τζαι επειδή εσύ μιλάς τα άσυλα, τζαι είσαι τζαι πιο παλλιός μπορεί να αθθυμάσε κουβέντες που εν τες εφτάσαμεν οι υπόλοιποι.

http://mappajis.blogspot.com/2008/12/blog-post_12.html

stalamatia είπε...

Μα πόσον αχόρταγος ενι καλέ μου?
Πρέπει να πάθει μιάλον χαττά ο ασσηχόμπατος.
Σινάει σινάει ριάλλια τζιαι μάλλια αλλά στο τέλος εν να πάει αγάμητος.

dokisisofi είπε...

Χεχε, αρέσκει μου ρε Ακέρας που μιλούμεν όσον πιο χωρκάτικα μπορούμεν όποτε γράψουμε σχόλιο στο μπλογκ σου.
Τζυλά το πράμαν καλα, αλλά ντάξει κάπου κουράζει μας η διάλεκτος, τζιαι δεν ξέρω γιατί, αφού καταλαβαίνουμεν τί λαλεί. Άσε να το ψάξω...Πρώτη μου υπόθεση εν ότι εν τα πολλομιλάς τα κυπριακά, αλλά αντιμετωπίζεις τα επιδεικτικά, χρησιμοποιώντας παλιούς κακοχωνεμένους τύπους.

Λαλώ σου τα έτσι γιατί ξέρω ότι δεν με παρεξηγάς τζιαι επειδή δέχεσαι τις κριτικές.

Απορίες-εισηγήσεις:

α) Τζείνον το "ψία" τί σημαίνει;
β) Κάπου γράφει " επρογραμμάτιζεν τα πλάντα". Μάλλον εννοείς τα "πάντα". Ή μήπως σημαίνει τίποτε άλλο;
γ) Τζείνον το "εφαίνεστουν" κάμε το "εφαίνετουν". Μόνον στον ενεστώτα στο πρώτον πρόσωπο το λαλούμε. ( "Φαίνεσται μου") .
δ) Δεν λαλούμεν "ακουλιάζαν μες στον καφενέ" αλλά "εκουλιάζαν".
ε) Μπορεί να λαλούμεν καμιάν φοράν "δεν το όρπιζα", όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η ελπίδα θα γινεί τζιαι "ορπίδα".
ε) Δεν λαλούμεν "μαχαζούνιν" αλλά "μαχαζούϊν".

dokisisofi είπε...

στ) "εκάτσαρεν" τί σημαίνει;

Aceras Anthropophorum είπε...

Μάππατζιη Aceras προφέρεται Άσερας. Η μετάφραση στα ελληνικά είναι Ακέρας δηλαδή με δίχα τζιερρατούιν. Συνήθως οι ορχιδέες έχουν έναν τζιερρατούιν πας το άνθος τους εκτός που τον Ακέραν τον Ανθρωπόμορφον. Από μάππες μάππατζιη έππεσες πας την περίπτωσην. Εκτός θέματος.

Σταλαματιά, τώρα να δούμεν στο επόμενον.

Δοκησίσοφη τα παραπάνω είναι τυπογραφικά ή ορθογραφικά λάθη. Έκαμα το πολλά βιαστικά τούτον το επισόδειον για να μεν παραπονίσω τζιείνους που έρκουνται Κυριακήν πρωϊν πρωϊν.

α. Ψία είναι "ψας", "λες και" "ωσάν", έχει που λαλούν τζιαι ψήχα. Σε έναν που τα κοτσιηνοχώρκα λαλούν ψία.

β, δ ε είναι δακτυλογραφικά λάθη

γ. παίζεται. Ίσως να εν αλήθκεια που λαλείς. Έτσι τζιαι αλιώς δεν νομίζω στην καθομιλουμένην να λαλεί κανένας ούτε εφαίνετουν μου ούτε εφαίνεστουν μου

ε. εξαρτάται που τον τόπον. Εμάς στο χωρκόν μας λαλούν η ορπίδα.

εκάτσαρεν σημαίνει εκατσάδιασεν

dokisisofi είπε...

"εφούσιασεν" ( "φουσιάζω") πάει παραπάνω για το "εκατσάδιασε". Αν τζιαι ακούω το συχνά τζιαι ως "εκατσάθκιασε". Αλλά εντάξει, αφού υπάρχει τζιαι "εκάτσαρεν", πάσο. Αλλά εγιώ που εμεγάλωσα με γιαγιάες τζιαι παππούες δεν το εξανάκουσα...

Kai Na Katharisoume Tous Kakomoutsounous είπε...

...
Αμμά το κουττούτζιν, πε μου, καταλάβει;
Ψήχα τζαι γεννήθηκες μες τα χτηνά!
...
(Παύλος Λιασίδης)

Aceras Anthropophorum είπε...

Εμέναν η μάναν μου άμαν ενευρίαζεν εκατσάρισκεν με του βούρου τζιαι έκαμνεν με τζιαι λαόννουμουν. Για να είμαστιν ομως δίκαιοι, παραπάνω εκατσάρισκεν τον αρφόν μου τον δεύτερον.

Σχετικά με το πολλά καλόν ερώτημαν γιατί η διάλεκτος κουράζει, εμέναν η υπόθεση μου είναι ότι δεν εσυνηθίσαμεν να φωτογραφίζουμεν τες κυπριακές λέξεις στην ανάγνωσην τζιαι συλλαβίζουμεν. Πριν τα μπλογκς, άμαν εθκιάβαζα ποιήματα κυπριακά εκουράζουμουν τζιαι γώ. Ακόμα τζιαι με τα δικά μου τα κείμενα εκουράζουμουν. Για να πώ την αλήθκειαν τωρά με τα μπλογκς γράφω τζιαι θκιαβάζω πολλά πιο άνετα. Είναι επίσεις το ότι στην διάλεκτον ανάλογα με τον τόπο υπάρχουν πολλές παραλλεγές της ίδιας λέξης τζιαι χρειάζεται προσπάθεια να γίνει σύνδεση της λέξης που είναι αποθηκευμένη στον εγκέφαλον τζιαι του τι θωρούν τα μμάθκια.

Για το πόσον βαρετά κυπριακά γράφω έτσι μου αλαλούσαν τζιαι οι φίλοι μου τα χωραϊτούθκια παρόλον που έκαμνα πολλήν προσπάθειαν να τορνεύκω την γλώσσαν άμαν είμουν σε περιβάλλον πρωτευουσιάνικον. Πολλές φορές ενόμιζα ότι μερικές αποτυχίες με γκόμενες ήταν που με επιάνναν για χωρκατούιν. Μια μάλιστα είπεν "μα τι έχω εγώ να πω με τον Άσεραν..."

Δεν νομίζω ότι παρατραβώ τζιαι γράφω βαρετά παραπάνω που ότι μιλώ αυθόρμητα (τουλάχιστον στο περιβάλλον του χωρκού). Το ότι πολλές φορές συγχίζω τες λέξεις διότι έχει χρόνια που είμαι έξω είναι αλήθκεια. Είναι αλήθκει επίσεις ότι πάσχω απο ελαφρυάν δυσλεξία τζιαι λέξεις που μοιάζουν άμαν τες αντιστρέψεις συγχίζω τες. Αν προσέξεις δε τα λάθη μου τα ορθογραφικά είναι συνήθως αντιστροφές (πι χι επεισόδιον αντί για επισόδειον). Ξέρες πόσες φορές άλλαξα τες λέξεις που εχρησημοποίησα για να μεν φαίνουνται τα κυπριακά μου φτιαχτά; Είναι όμως αλήθκεια ότι βάλλω εκφράσεις που άκουσα τζιαι σπάνια χρησιμοποιούνται σαν είδος conservation όπως κάμνουμεν με τα αρχαία. Ειδικά κουβέντες των γιαγιάδων μου. (το ψία για παράδειγμαν)

Anef_Oriwn είπε...

Να συμπληρώσω σ’ αυτά που λεει ο Aceras (για τις διάφορες παραλλαγές που παρατηρούνται στην κυπριακή διάλεκτο αναλόγως του τόπου) ότι υπάρχει και η κοτσιηνοχωρκάτικη παραλλαγή και παρατηρούμε τέτοιες λέξεις στα γραπτά του. Π.χ. οι λέξεις ή εκφράσεις “έκαμνεν με τζιαι λαόννουμουν”, “νεκατσιώ” (για το “ρωθυμώ”), “εκάτσαρεν”, “βουννώ” ...
Άστε που με τους Αμμοχωστιανούς υπάρχει και η διαχρονική διαμάχη τους με τους Λευκωσιάτες και τους Λεμεσιανούς για το τι σημαίνει η λέξη ... “εξικατουρήθηκα”!

Anef_Oriwn
Κυριακή 18/1/2009 – 10:30 μ.μ.

Bananistanos είπε...

Άϊσ' την ορθογαφίαν τζε δώσ' του Θεωρή λλίον κοκκόν τζε έλυσεν τον η μίλλα μου

:)

Aceras Anthropophorum είπε...

Πάντως η διάλεκτος που γράφω είναι έναν είδος αμμοχωσκιανής. Δεν λέω βαρωσιώτικης διότι πέρα που τα βαρωσιώτικα που εμίλουν στο δημοτικό, είναι τζιαι τα κοτσινοχωρκάτικα των παππούδων μου τζιαι της νεανικής μου μεταπροσφυγικής ηλικίας, όπως τζιαι τα πενταδακτυλιώτικα των άλλων μου παππούδων. Δεν νεκατώννω ούτε παφίτικα ούτε λεμεσιανά, ούτε τζιαι ορεινά, παρόλον που η Αρνάκα είναι στην ορεινήν. Δηλαδή δεν θα ακούσετε ούτε τζιειπέρα για τζιεικάτω, ούτε κκερκιρούα για την κουταλούν, ούτε γιοκλαΐν για το μαρζάτζιν. Αν εμίλουν σωστά την ορεινήν ίσως τους διαλόγους του Θεορή να τους έβαλλα στην ορεινήν διάλεκτον αλλά μόνον 6 μήνες μετά τον πόλεμον έζησα τζιειπάνω τζιαι εξίχασα τα παραπάνω για τα οποία επερίπαιζα τους συμμαθητές μου τους πίτσιλλους.

Κακομούτσουνων καθαριστή ο Λιασίδης εν μεγάλη πηγή για μένα, αλλά ότι ανοίκει στην Λυσιώτικη διάλεκτο δεν το χρησιμοποιώ για να μεν τα ανακατώννω.

Μιλώντας δε για βαρετή διάλεκτο, πρέπει να ακούσετε Λιοπετρίτην για να δείτε τι σημαίνει βαρετή διάλεκτος.

Aceras Anthropophorum είπε...

Οι ανατροπές απο εφτομάδας

stalamatia είπε...

Ασερα

Που εφτομάς.

Ανώνυμος είπε...

που εφτομάας...

stalamatia είπε...

Ανώνυμε έσιεις δίκιο ,κάτι εν μου εκόλλαν ,έχω τζιαι χρόνια να πω τούτην την έκφραση.

dokisisofi είπε...

"που εφτομάς

(δεν ακούω τίποτε,είναι η αγαπημένη μου φράση)

Ακέρας γίνεται να σου προτείνουμε τί θέλουμεν εμείς για την συνέχεια;

Ανώνυμος είπε...

Koitaxete, ego pistevo pos an katsoumen na proteinoumen emeis, en na ginei tzieinon pou fantazoumasten oulloi tziai sto telos en na teleiosei i istoria prin tin oran tis tzi' emeis en na meinoumen haskonta na choroumen girou - girou. Opotan, krifoumen, afinnoumen ton siggrafean na teleiosei to ergon toy tziai kanei.

Tasos
www.tasos-anastasiou.blogspot.com

Ανώνυμος είπε...

grafo sas kleftata gia na sas po oti ta dika sas versions tou telous einai efprosdekta prin na valo to diko mou pou einai idi grammeno

aceras

Ανώνυμος είπε...

Φίλε Ασερά, η άποψη μου εμένα είναι ότι γράφεις πολλά ωραία.
Οι περιγραφές σου εν άψογες τζιαι το συναίσθημα που μεταφέρεις ακέραιο.
Οι λέξεις που χρησιμοποιείς, κάποιες εν άγνωστες για μένα, αλλα αννοίω τζιαι κανένα λεξικό της Κυπριακής διαλέκτου τζιαι βρίσκω τες αμα λάχει.
Μακάρι να εμπορούσα τζιαι εγώ να χειρίζουμε την Κυπριακή με τοση μαστορκά, αλλα δυστηχώς είμαι που μια γενία που εν έμαθε να το κάμνει όπως εσένα. Οι Κυπριακές παρομοιώσεις σου εν αξιοθαύμαστες, μπράβο.
Σε 1-2 περιπτώσεις, εχρησιμοποιήσες λάθος λέξεις για μένα, εννοώ εκλώτησες μας έξω που το συναίσθημα.
Η πρόταση "είρτεν του να ξεράσει" μπορεί να αντικατασταθεί με πολλές Κυπριακές λέξεις, που να κρατούν το μοτίβο του υπόλοιπου κειμένου.
Επίσης το "εν μαλακίες των ανθρώπων" νομίζω εν πολλά μοντέρνο, σε σχέση με τες υπόλοιπες κουβέντες του κειμένου. Γνώμη μου.
Είσαι μάστρος τζιαι θαυμάζω σε. Καλή επιτυχία σε ότι κάμεις.