Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2007

Ο δράκος που το νερόν*

*Αφιερωμένον στην μάναν της τουρκούς τζαι στες μανάς τες ρωμιές που χάσαν τα παιδκιά τους στη μάχη του Σακκάρια



Τσίλλα το κουμπούιν πλέϊ για να ακούσεις την ιστορίαν. Μπορεί να χρειαστεί, ανάλογα με την ταχύτηταν της σύνδεσης σου, να καρτερήσεις έναν κουτσίν ώς που να φτάσει ο ήχος. Κάμε υπομονή τζαι θα ΄ρτει. Το αρχείον είναι εδώ








Μιαν βολάν τζ΄έναν τζαιρόν,

δράκος κακός τζαι πονηρός, έγλεπεν την πηήν τζ΄έν άφηννεν το νερόν να τρέξει να ποτήσει το χωρκόν. Εξεράναν οι τόποι τζ΄εστραντζιίσαν οι βρύσες τζ΄οι λάτσιοι. Oι αθρώποι τζαι τα δεντρά επερνούσαν διστυχίαν μεγάλην.

Οι χωρκανοί ετρέμαν τον δράκον τζ΄εσαϊτίζαν τον. Ότι τους εζήταν επέμπαν του το, μα ώσπου του εδιούσαν, ο δράκος παραπάνω έθελεν.

Μιάν καλήν ημέραν, ετράβησεν η όρεξη του να φα τη ζωήν έξη λεβέντηδων τζαι μιας κοπέλλας πουπάνω για πόπαστον. Έπεψεν μυνήματα τζαι χαπάρκα, πους αν δεν του κάμναν το θέλημαν του εν θα άφηνεν το νερόν να τρέξει.

Ανταν τζ΄άκουσεν το η μάνα της λυερής, πους επροορίζαν το παιδίν της για τα δόγκια του θηρίου, έθελεν να θανατωθεί που τον καμόν της. Επήεν ο μουχτάρης με τον δάσκαλον τζαι εξηήσαν της μάνας της λυερής πους το θηρίον έν τζ΄ ήσιαν να την φάεί. Έθελεν την είπαν της για παρέαν τζαι πους άμαν του επέρναν η μοναξιά, ή λυερή ήσιαν να ΄ρτει πίσω πάλε.

Η μάνα της λυερής εκτίμαν την γνώμην τζαι του δασκάλου τζαι του μουχτάρη, τζαι εκρόστην τους για το καλόν του χωρκού.

Κατά το δύμμαν του νήλιου, ακούστην μιά παουρκά που την μερκάν του βουνού. Εσιηστήκαν οι ουρανοι τζαι εσουστήκαν οι καπνοούφες των τσιμινιών. Πότζεις, το νερόν ήρτεν τρεξιμιόν, τζ΄εχορτάσαν νερόν ούλοι οι χωρκανοί, τζαι τα χτηνά, τζαι τα δεντρά.

Η μάνα, εκαρτέραν την λυερήν νάρτει πριν να πιεί νερόν, μα η λυερή έν ενεφάνησκεν. Επήεν ο μουχτάρης να την παρηορήσει:
− Πάψε να κλαίεις ορή, τζαι η λυερή παιρνά καλά τζιεί πο πήεν. Αγάπησεν το θερκόν τζ΄έμεινεν μιτά του. Ζιεί μες το παλάτιν του ευτυχισμένη.
Η μάνα έβριξεν, τζ΄εν έφκαλεν μιλιάν. Που τότες τα δάκρυκα της φυλάει τα τζαι κάμνει τα κόμπον. Αφήννει τα άμαν εν μόνη της να τρέξουν μες την ρίζαν μιας πικροδάμνης που φύτεψεν για να θυμάται το παιδίν της.

Οι χωρκανοί ακούσαν ούλοι την ιστορίαν, μα κανένας εν ετόλμησεν να την πει της μάνας. Ελαλούσαν πους η λυερή, αντάν τζαι είδεν το θερκόν εφοήθηκεν τζ΄εξέβην πας την μούττην νου τζυπαρισσιού να γλυτώσει. Τo θερκόν εσιάστηκεν την, μα έκαμεν πους εν την είδεν. Έφαν πρώτα την ζωήν τους έξη νέους. Τα κορμιά τους άφηκεν τα τζιαμέ κατάχαμα. Ταπισόν, εφύσισεν την φωδκιάν του πας την μούττην του τζυπαρισσιού τζαι έριξεν την λυερήν κάτω σαν το πουλλίν το πεξούμενον. Τρείς πιθαμές πρίν να φτάσει το κορμίν της στο χώμαν, έσσιησεν ένας ατός τζ΄άρπαξεν την ψυσιήν της τζι εγλύτωσεν την που το θερκόν. Το κορμίν της έμεινεν τζιαμαί χαμαί με τα κορμιά τους νέους. Ο αετός επέτισεν τζι εχάθηκεν πας τα βουνά. Που την ημέραν τζιείνην, νώθει η ψυσιή του ότι νώθει τζαι η ψυσιή των πλασμάτων. Μα τα πουλιά ποστρέφουνται την αδικίαν τζαι το ψέμαν, για τζείνον τζαι ο αετός εν εξανακατέβηκεν πιον εις στο στο χωρκόν.

Τριαντα δκυό γρόνους ύστερα**, ο αετός ήρτεν εις τον νύπνον μιας γειτόνισσας που έξερεν την ιστορίαν. Πρωίν πρωίν, επείεν βουρητή εις την μάναν της Λυερής:

− Το παιδίν σου γειτόνισσα πετά πας τες μούττες των βουνών. Τζει που η μυρωδκιά του σιήννου τζαι της μερσινοκοκκονιάς νεστέννουν τζαι καθαρίζουν τον αέραν πουν την πονηρκάν τζαι την κατζίαν του κόσμου. Ήρτεν εψές εις τον νύπνον μου τζαι είπεν μου να σου πω να ποτίζεις την πικροδάμνη που φύτεψες εις τ΄όνομαν της πέρκει κάμει τζαι λείψει η πικροδάμνη της ζωής. Τα νυφφικά που της έραψες είπεν μου να τα φυλάξεις τζαι να τα δώρισεις στην πρώτην κοπέλλαν πον να στεφανωθεί άμαν πολεφτερωθεί το χωρκόν μας που τον δράκον.

Άμα τζι΄άκουσεν το μύνημαν, η μάνα της λυερής άρκεψεν να σιουπποβάλλει. Όπως τζαι να τα έφερνεν μες τον νουν της, η ίστορία εν ετέρκαζεν. Που την άλλην, πώς εμπόρειεν ο δάσκαλος τζαι ο μουχτάρης να της λαλούν ψέματα; Έξερεν τους που τον τζαιρόν που ΄τουν μωρά, τζι ήτουν πάντα αθρώποι έντιμοι. Μιαν του ψέφτη δκιο του κλέφτη εβρέθηκεν εις του μουχτάρη.

− Κύριε κοινοτάρχη, ήρτα να σου ζητήσω νέα για το παιδίν μου. Είπες μου ότι το χωρκόν είσιεν να την ιστείλει του θερκού για συντροφκιάν. Είπες μου ότι μόλις του επέρναν η μοναξιά, ήταν να την αφήκει να ΄ρτει πίσω πάλε. Έσει τριανταδκιό γρόνους τωρά τούτ΄η κουβέντα.

−Μα αφους σου είπουν, πως η κόρη σου ερωτέυτηκεν τον δράκον, τζι αποφάσισεν να μείνει μιτά του. Τι μπόρω να κάμω εγώ ο κακορίζικός.

− Όπως την έπεψες να παέις να την φέρεις.

− Με δίχα την θέλησην του εγώ το πλάσμαν δεν μπορώ να το αναγκάσω.
− Καλόν κύριε μουχτάρη" είπεν η μάνα της λυερής τζι έφυεν.

Τζείνον που ΄θελεν να μάθει η μάνα έμαθεν το. Σάν εκάθετουν ομπρός που το γραφείον του μουχτάρη, έριξεν το τσακμάτζιν του χαμέ, τάχα που απροσεξίαν. Άμαν τζείνος έσσιυψεν να το πιάσει, εψήλωσεν το ποηνάριν του παντελονιού του, τζι εφάνηκεν η πέτσα του ποθκιού του. Αντίν να ΄σιει τρίσιες είσιεν λέπια. "Τον αθεόφοβον", εσκέφτηκεν. "Πιός εν τούτος ο δράκος που εκατοίτζιησεν το κορμίν του μουχτάρη μας; Τζαι τον πραγμάτικόν μας μουχτάρην; Τι τον έκαμεν; Πρέπει να πα να ξιφκάλω τζαι τον δάσκαλον".

− Ώρα καλή σου δάσκαλε.
− Καλώς την. Τι γίνεσται; Περάστε.
− Ευκαριστώ τον γιον μου, ήθελα να μου πεις ίντα ώρα ένι.

Όσον τζι εψήλωσεν το μανίτζιν του ο δάσκαλος να δει την ώραν, χαλούππα χαλούππα η μάνα της Λυερής παρατηρά, εσιάστηκεν τα λέπια πας το μπράτσον του.

− Έν δέκα και μισή θεία.
− Ευκαριστώ τον γιον μου. Ο θεός να σου δώκει τζείνον που αξίζεις.
− Ευχαριστώ θειούλλα μου.
"Τζείνον που αξίζεις δράκο μασκαρά, εν να σου το δώκω εγιώ, μεν έσιεις ένιαν." Εσκέφτηκεν η μάνα της Λυερής που μέσα της.

Μιαν του κλέφτη, δκιο του μασκαρά, εβρέθηκεν έσσω της μάνας της. ΄Ητουν μια γερόντισσα ποκαμωμένη της ζωής.

− Μανά! Θέλω να μου πείς το παραμύθιν της μαντούς που εσκότωσεν τους εκατόν έναν δράκους.
− Μα κόρη μου που το αθθυμήθηκες τωρά στα γεράματα σου; Ελάλουν το της Λυερής μας που΄τουν μωρόν. Χάτε, πιάσε ένα σκαμνίν τζαι έλα κάτσε δίπλα μου να σου τω πω.

Μόλις είπεν η κοτζιάκαρού μιαν βολάν, η μάνα της λυερής αθθυμήθηκεν την τέγνην της μαντούς. Όστι να πει τζι έναν τζαιρόν, εβρέθην εις την πόρταν του μουχτάρη.

− Πάλε ήρτες;
− Άκου να δείς κύριε μουχτάρη. Ξέρεις πόσον σε σαϊτίζω.
− Ξέρω ξέρω, λαλεί ο μουχτάρης κορτωτός.
− Ξέρεις ακόμα, πως η στετέ μου ήτουν μάϊσσα, τζι έκαμνεν γιατροσόφκια με τα φυτά.
− Ποιός εν το ξέρει, λαλεί ο μουχτάρης.
− Μες το σεντούτζιν που μας άφηκεν, ήβρα την συνταγήν του φαρμάκου της αθανασίας. Εσκέφτηκα ότι έτσι καλόν μουχτάρην που ΄χουμεν, αν τον λούσω με το ζουμίν της αθανασίας, το χωρκόν μας εν να τον έσιει για πάντα.
− Ου παναΐα μου, μα ίντα τύχη με ήβρεν! Πε μου γλήορα ίνταν που πρέπει να κάμω!
− Θέλω να μου φέρεις έναν χαρτζίν με γάλαν τζαι έναν χαρτζίν με πίσσαν.
Βουρητός ο μουχτάρης έφερεν της τα.
− Τωρά θέλω να μου φέρεις αλλό έναν χαρτζίν με γάλαν τζαι αλλό έναν χαρτζίν με πίσσαν.
΄Εφερεν της τα τζαι τζιείνα ο μουχτάρης.
Έβαλεν τα χαρτζιά πας την φωδκιάν, τζιαι έτσι σαν εξιλόϊζεν τον μουχτάρην με τα λοούθκια της, τζι εκόνιζεν τον πους εν να γινεί αθάνατος, εχαμήλωσεν την φωδκιάν στα δκιο χαρτζιά, τζι εψήλωσεν την στα άλλα θκιο. Εκαρτέρησεν καμπόση ώραν τζαι λαλεί του:

− Θα γεμώσω μιαν βάτταν με γάλαν τζαι μιαν βάτταν με πίσσαν. Να βάλεις το δαχτίλιν σου μέσα τζαι να μου πεις αν η βράστη εν καλή. Αν σου κάμνει, θα σε λούσω μιαν πρώτην στρώσην που το ζουμίν της αθανασίας. Ταπισόν, θα καμμίσεις τα μμάθκια σου, τζαι όσον πιο γλήορα γίνεται, θα σε λούσω τζαι με την δεύτερην. Τζείνην που θα σου δώκει την αιώνιαν ζωήν.

Βάλλει το δαχτίλιν του ο μουχτάρης μες την βάτταν με το γάλαν το γλιόν, ήβρεν τη βράστην ότι πρέπει.

− Χάτε κόρη! Βάλε ομπρός.
Έλουσεν του πρώτα μιαν βάτταν με πίσσαν γλιαν τζαι μιαν βάτταν με γάλαν γλιον.

− Χάτε κόρη, εκάμμισα τζαι τα μμάθκια μου. Τέλειωννε γλήορα την δουλειάν.

Πιάννει η μάνα μιαν βάτταν πίσσαν χογλαστήν τζαι μιαν βάτταν γάλαν χογλαστόν, λουννει τες του ψευτομουχτάρη, εποταξάρωσεν τον. Κάμνει τα ρούχα του πάνω, ίντα να δει; Έναν δράκον μασκαρεμένον με την φορεσιάν, με την καλοσύνην τζαι με την εντιμότηταν του μουχτάρη.

"Άβρα τινί", λαλεί του η μάνα, τζιαι μιαν του μασκαρά, θκιο του μουχτάρη, εβρέθην εις του δάσκαλου. Αφούς τζαι τζείνος ήταν που την ίδιαν πάσταν, εν ήταν δύσλολον να του κάμει την ίδιαν τέγνην. Μόλις άκουσεν για αθανασίαν εσιάστησεν σαν το μωρόν.

Άμαν ετέλειωσεν την δουλειάν, έπιασεν τα κορμιά τους δράκους τζαι ΄πήρεν τα στην εκκλησιάν. Έπεξεν την καμπάναν ώστι τζι εσύναξεν τους χωρκανούς ούλλους.

− Έτους τζιαμέ τζαι πιάστε τους. Είχαμεν τόσα γρόνια τα θερκά έσσω μας τζι εν το πήρεν κανένας μας χαπάριν; Τον πραγματικόν μουχτάριν τζαι τον πραγματικόν δάσκαλον εφάαν τους, όπως εφάαν τζαι τους παίθκιους που τους εμπιστευτήκαμεν. Τωρά ποιός εν να πάει να σκοτώσει το θερκόν που μας κρατεί το νερόν τζαι κάφκει μας να το αφήνει να τρέξει;

Αν ακούσετε εσείς τσουλουμουθκιάν εψές σαν ετζοιμάστουν, άκουσεν τζαι η μάνα πολοήν.

− Τρέμετε τον α! Σαϊτίζεται τον. Θα πάω εγώ βρε. Μια κοτζιάκαρη γεναίκα. Θα πάω να πάρω πίσω την ψυσιήν του παιδκιού μου.

Μιάν του μουχτάρη, θκιό του φοητσιάρη, εβρέθην η κοτζιάκαρη στην πηγήν. Μόλις έφτασε ένωθεν τα πόθκια της να τρέμουν που τον φόον της. Ελαλούσαν εις τον χωρκόν πους πάνω εις την ράσιην του θερκού εκακκαρίζαν περτίτζια. Τζαι μόνον έναν δόντιν του εγέμωννεν έναν κάρον, τζαι πους τ΄άνοιμαν του ρουθουνιού του ήτουν ήσια με την καμάραν του σπιθκιού του δίχωρου.

"Πως να μπορήσω πλάστη μου με μιαν πιθαμήν μασιέριν να ποτελειώσω έτσι θηρίον δρακουντεμένον;" Πλάστης ήτουν η πλάση ήτουν, θεός επάκουσεν την, τζι ακούστην μια φωνή που τον ουρανόν να της λαλεί:
− Να πιάσεις κρογιόν τζαι κόλλαν τζαι να γράψεις πάνω τους φόους σου. Ταπισόν να πιάσεις το χτένιν που τα μαλιά σου, να το τρίψεις σαν την τσακμακόπετραν πανω στον γρανίτην, τζαι να δώκεις φόκον εις το χαρτίν. ΄Αμαν τους κρούσεις έτσι τους φόους σου ούλλους, ο δράκος εν να λείψει που τον κόσμον.

Όπως της είπεν η φωνή έκαμεν. Μόλις η κόλλα εγίνηκεν σταχτός εγίνειν τζαι ο φόος της κορνιαχτός, τζ΄έφυεν τζι ο δράκος που μέσα που την κκελλέν της.

Εβούρησεν εις το χωρκόν. Μιαν του φοητσιάρη, θκιό του ατρόμητου, εβρέθην εις την αυλήν της νεκκλησιάς. Εστήσαν πκιολιά τζαι λαούτα, τζι εχωρέφκαν έξι μέρες τζι έξι νύχτες. Τζαι την έχτην ημέραν εστεφανώσαν τζαι την πεντάμορφην με τον νέον π'αγάπαν, τζι εφορήσαν της το νυφφικόν της λυερής.

Που τότες, εξέραν πιον, πους άμαν εν έρκετουν το νερόν, ήτουν που έν έβρεσιεν, τζι όϊ πους το κράτεν ένας δράκος, τζιαι κάμναν οικονομίαν το νερόν τζι εγλέπαν τον, για να ΄χουν τζιαι τζείνοι τζιαι τα παδκιά τους.

Εζήσαν έτσι τζείνοι καλά, τζαι μεις καλλύττερα.

** Στην πρώτην έκδοσην (που έμπηκεν στο συρτάριν) έγραφεν "κοσέξι γρόνους ύστερα...". Φκάλλοντας το παραμύθιν στο φώς, τζαι κάμνοντας update τα γρόνια, εσυνειδητοποίησα ότι με "τριανταδκιό γρόνους ύστερα..." το παραμύθιν γίνεται ακόμα πιό επίκαιρον.

16 σχόλια:

evita είπε...

Τέλειο, άψογο.

Σε παρακαλώ κράτησε αυτό που έκανες με τον ήχο, είναι ότι καλύτερο! Ήταν πραγματικά απόλαυση να σε ακούω να διαβάζεις.

Το κείμενο σου έχει πανέξυπνους παραλλήλισμους.

Περιμένουμε κι αλλά.

Aceras Anthropophorum είπε...

Αγαπητή Evita σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Το επόμενον που γράφω θα σου το αφιερώσω. Επέρασα σήμερα που το μπλογκ σου και καταπιάνεται ακριβώς με τα θέματα που σε βασανίζουν στο τελευταίο σου ποστ. Προσωρινός τίτλος "Οι έρωτες των ημενοπτέρων". Θα φάει όμως πάνω απο μήναν για να τελειώσει. Όσες ιστορίες έβαλα μέχρι τώρα τις έφκαλα που την κατάψυξην τζαι απλά τις εξαναδουλεψα πριν να τα δημοσιέυσω. Τούτην την τελευταίαν την έγραψα στα γαλλικά. Εξεκίνησα να τη μεταφράζω αλλά η μετάφραση δεν έχει τη γέυση του ορίτζιναλ. Με ξίδι έχει με άλας. Λες τζαι η μετάφραση σκοτώνει του την ψυσιήν της. Οπότε την ξαναγράφω που ξάναρκης να την αναστήσω. Υπομονήν λοιπόν...

the Idiot Mouflon είπε...

Ωραία... μόνο που τώρα τελευταία ο δράκος στέκει τζιαι τζαμέ που πίννουμεν τζιαι τζαμέ που κατουρούμεν.

Τα σέβη μου.

Aceras Anthropophorum είπε...

Νομίζω ότι οι τέγνες της μαντούς που κρούζουν δράκους με την πονηρκάν τζαι φκάλλουν φόους με το κουράγιον, κάμνουν τζαι για τούτους τους δράκους.

Marlen είπε...

Έμεινα άφωνη.

Pls συνέχισε τα θκιαβαστερά μαζί με τα γραψιμιά, εν πολλά ωραία μαζί.

Mh Xeirotera είπε...

Katapliktiko... h glossa enas potamos. Oso gia th "diorthosh" sta xronia, distixos, tha ginete aenaa.

Kalhmera!

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο. Ζηλεύω, την ωραία κυπριακή,
δεν την χορταίνω. Εσείς μιλάτε τα ωραιότερα ελληνικά, εμείς εδώ μείναμε μουγκοί. Αν ήμουν υπουργός παιδείας, θα έβαζα τα κυπρακά σε όλα τα σχολεία.

Δεν μου αρέσουνε μόνο οι λίγοι που εξισώνουνε τους θύτες με τα θύματα, που ξεχνάνε τον στρατό κατοχής. Για τις μανάδες δεν το συζητώ, φιλώ και των δυό το χέρι, αναγνωρίζω τον κοινό και όμοιο πόνο και πονάω το ίδιο. Να φύγει ο τουρκικός στρατός και να ενωθεί το νησί με το σχέδιο της ζωής όχι με το σχέδιο του Ανάν.

Βαγγέλης

Aceras Anthropophorum είπε...

Αγαπητέ Βαγγέλη, αφού σ'αρέσκουν τα κυπραίικα να σου απαντήσω κυπραίικα. Τζείνοι{εκείνοι} που ξιχάννουν{ξεχνούν} τον στρατό κατοχής είναι τζείνοι που εν{δεν} είδαν πόμπαν να πεύτει, εν έζησαν τον φόον του θανάτου, εν εχωριστήκαν που τες γειτονιές μες τες οποίες έπαιξαν τα πρώτα παιδικά τους παιγνίδκια.

Θύμα του πολέμου εν οι λας{είναι ο κόσμος, οι λαοί} που εν έχουν δυνατότηταν να ποφύουν{αποφύγουν} που την μηχανή θανάτου που διάφοροι κυβερνώντες στήνουν. Στήν Κύπρον θύμα είναι ο λαός της. Θύτες έχει πολλούς. Ο τουρκικός στρατός έπαιξε την τελευταίαν πράξην.

Έθθελω{δεν θέλω} να μπω σε συζήτησην περί σκεδίων, παρόλον που θα μπορίαμεν{μπορούσαμεν} να γυρέψουμεν τα μασκαρέματα τζαι στούν{σε τούτην} την ιστορίαν. Το παραμύχιν εγράφτην πολλά πριν να διχαστεί ο κόσμος σες Νενέκες τζαι Οχιές.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραία τα είπες με αυτή την τόσο μουσική γλώσσα σας. Ντρέπομαι που σου μιλώ με τα δικά μου ξύλινα ελληνικά.
Με αυτή την γλώσσα που φυσάει έτσι μέσα από τα στόματά σας εξηγώ που γέμισε η Ελλάδα τραγουδιστές και τραγουδίστριες από την Κύπρο και όλοι υπέροχοι.

Πολύ κρατάει αυτή η τελευταία πράξη. Πράγματι, ο λαός πάντα υποφέρει, μα δεν είναι πάντα οδηγός της ζωής η παύσι του πόνου, η ησυχία και το σπίτι. Αν ήταν μόνο αυτά θα μέναμε για πάντα δούλοι. Πονάνε οι λαοί, μα δεν είναι διατεθειμένοι να ζήσουνε χωρίς ελευθερία και δικαιοσύνη.
Να, και οι Παλαιστίνιοι πονάνε και υποφέρουνε, λύση όμως δεν είναι η υποταγή.
Να ξεκουμπιστούνε οι ξένοι στρατοί, να ξεπλακωθεί το νησί και θα βρει λύσεις η ίδια η ζωη μετά, όχι οι αμερικανοί και οι εγγλέζοι με τον Ανάν.

Βαγγέλης

Aceras Anthropophorum είπε...

Δεν καταλάβω γιατί γυρόν τζαι πογυρόν{μιαν απο δω και μιαν απο κει} φέρνεις μες την κουβένταν τον Ανάν, τη στιγμήν μάλιστα που σου λαλώ{αναφέρω} ότι η ιστορία εγράφτην πριν 5 γρόνια.

Εν πάσει περιπτώσει, εγώ έγραψα μιαν ιστορίαν, ο αναγνώστης εν ελεύθερος να φανταστεί ότι θέλει. Με αυτήν την συζήτησην με φέρνεις σε δύσκολην θέση, διότι είναι σαν να μου ζητάς να σου επιβεβαιώσω την ερμηνίαν που θέλεις να της δώσεις. Ενδιαφέρει με να ξέρω ήνταλοϊς{πώς, με ποιό τρόπο} σε προκαλεί η ιστορία του δράκου, μα δεν βρίσκομαι σε άνετην θέσην να κρίνω την ερμηνίαν.

Σε ευχαριστώ πάντως για τα καλά σου λόγια σχετικά με την γλώσσαν. Μακάρι να νοιώθαν τζαι οι κυπραίοι έτσι περήφανοι να μηλούν τζαι να γράφουν "χωρκάτικα" όπως ονομάζουν τζαι οι λόγιοι μας δακάτω την διάλεκτον.

Ανώνυμος είπε...

Oχι, συγχώρεσέ με, δεν είναι η ιστορία σου που μου φερε στο νου τον Ανάν, δεν είναι αυτή η ερμηνεία μου. Οι ιστορίες με δράκους ταξιδεύουνε πέρα, πιό μακριά από τα καθέκαστα της εποχής τους.

Είναι οι εμμονές μου και πάλι συγνώμη γι αυτές, είναι που όπως βλέπω δι όλου πεθαμένο δεν είναι το σχέδιο και το φοράνε πάνω μας με το ζορι και λίγο λίγο και σιγά σιγά.

Η ιστορία σου μου άρεσε πολύ, την τύπωσα και την διάβασα στην μάννα μου, προσπαθώντας να μιμηθώ την προφορά της Κύπρου.

Βαγγέλης

kukuzelis είπε...

Θαυμάσιο, θαυμάσιο. Μπράβο.

Nikolas είπε...

Γεια σου

Ενδιαφέροντα όλα αυτά που γράφεις. Ανακάλυψα χθες τη σελίδα σου, μου την είπε μια φίλη.

Είμαι Κύπριος, ζω σε πόλη, με καταγωγή από χωριά, αλλά όχι με τόσο στενή επαφή με αυτά. Μου έκαναν εντύπωση τα κυπριακά που χρησιμοποιείς. π.χ νήλιος. Αυτά σε ποια περιοχή χρησιμοποιούνται;

Συνέχισε :)

Aceras Anthropophorum είπε...

Είναι μη παραλιακά κοτσιινοχωρκάτικα. Με αρκετήν επίδρασην που την βαρωσιώτικη διαλέκτο (έζησα μέχρι 10 χρονών) τζαι έναν αέραν του πενταδακτύλου (παπούδες τζαι οικογένεια). 'Οπως νήλιος λαλούμεν νεκκλησιά, νάκρα ... Διάβασε την ανάρτηση "Τί γλώσσα να σου μιλήσω"

SKonte είπε...

xmm 32 xronia o daskalos tze o mouxtaris itan kat akriveia dyo drakoi metamfiesmenoi pou pirane ti morfi ton 2 prouxonton tou xoriou. lepia klp. moiazei me tainia drasis kai fantasias. px an erxontousan oi dyo drakoi apo to diastima? kati san to Alien vs predator. tin mana tha mporouse na tin epaize h sharon stone

Νησος Κύπρος είπε...

Aceraw δεν μπορώ να ακούσω το αρχείο με τον ήχο . Παίρνει με ποτζιή ποδά αλλά τίποτε. Πρέπει να κάμουμε εγγραφή κάπου πρώτα;