Λούρουππας
Εξήγηση 1
Ο Κωστής του Ππουφφή έπερνεν το κουπάιν στην Μέσα Λαξιάν να ταΐσει τα στρασσίδκια. Εσκέφτετουν την μοίραν του με τουν την άσεξην την θεούσαν την Λοξάντραν που του επροξένεσεν η θκειά του η Πουλλαού. Την Τρίτην εν η παραμονή της Τετάρτης πον νηστεία τζι εν αμαρτία. Την Πέφτην εν παραμονή της Παρασκευής. Τετάρτην τζιαι Παρασκευήν εν η νηστεία η ίδια. Σάββατον εν γίνεται να ξημαρίσεις τζιαι να πάεις Νεκκλησιάν την Κυριακήν. Δευτέραν μόνον εγίνετουν, τζιαι τζιείνον έξω που τες ημέρες της περιόδου, έξω που τα σαραντάμερα, που τα πεηντάμερα, που τες δεκαπέντε του δεκαπεντάουστου, που τες γιορτές του Αποστόλου Αντρέα, της Αγίας Παρασκευής, του Άη Δημητριού, του Άη Γιωρκού, των Αγίων Πάντων… Έξω τζιαι που τες αρρώσκιες, τους πονοτζιεφάλους, τες γρίππες, τα νεύρα με τα κοπελλούθκια. Ως πολλάτε που ήταν τζιαι η αίγια η ασπρού που αγάπαν πολλά τζι’εποθυμάνησκεν το πλάσμαν. Άμαν την εχάδευκεν πουκάτω που τα κρουζουνούθκια της ηλάρευκεν το χτηνόν, τζι΄ηλάρευκεν τζιαι η ψυσιή του Κωστή. Εσιαίρετουν που εβρεθήκαν τζιαι τζειν τα τρία προσταφούθκια ξηκομμένα στην μέσα λαξιάν τζι έβοσσιεν τα χτηνά του με την υσηχίαν του χωρίς να τον θωρεί μμάτιν περίεργον τζιαι να τον κρίνει. Άμαν έφτασεν στην Μέσα Λαξιάν, άφηκεν το κουπάιν να πλώσει μες το χωράφιν τζι΄έφκαλεν που την βράκαν έναν κομμάτιν ψουμίν όπως έκαμνεν κάθημέρα εχτός που Δευτέραν. Η Ασπρού εβούρησεν στον μάστρον της τον αγαπημένον. Μπέε εε εε εεε!!! Έκαμνεν με χαράν καρτερώντας την ανταμοιβήν.
— Ασπρούα μου, πουρέκκα μου, πεζούνα μου. Είσαι το πιο όμοφρον πλάσμαν του κόσμου εσού.
Εσουμάλιζεν την να την μερώσει την ώραν που επέρναν ένας λούρουππας πουπάνω τους. Σηνιάρει το έντομον το αμμάτιν της Ασπρούς, πιτά τα αυκά του που τζιειπάνω τζιεί, σείρνει έναν κλώτσον η Ασπρού τζιαι ταράσσουν μάστρος τζιαι αίγια, τα αυκούθκια του εντόμου εβρεθήκαν μες τ΄αμμάτιν του Κωστή.
Λούρουππας είναι η μούγια που πιτά τα αυκά της μες τα μμάθκια των αιγοπροβάτων τζιαι πότε-πότε τζιαι των ανθρώπων προκαλώντας οξεία μυγίαση, κοινώς μούγιασμα: «Εμουγιάστην η Άννα Βίσση που της εσύραν κωλόχαρτον πας την πίσταν» δηλαδή εθύμωσεν τόσον πολλά λες τζιαι της επίτησεν ο λούρουππας (δέτε στου Κκουλλά για τα περαιτέρω).
Εξήγηση 2
Η κοτζιάκαρη η Ππιρίλλα ήταν το πιό παντισστίρικον πλάσμαν του χωρκού. Για να παρατηρά τες κινήσεις της γειτόνησσας της της Τζιυρκάκας έφκαιννεν τζι έβαλλεν μιαν τσαέραν πας το τραπέζιν για να φτάννει ως τον λούρουππαν του βορκά που εδίαν μες την αυλήν της Τζιυρκάκας. Μιαν ημέραν έκοψεν τον Τοουλήν τον άντραν της Τζυρκάκας να της σηκώννει το φουστάνιν της την ώραν ετρούμπωσεν να φουρνήσει τα ψουμιά για να της ιτσημπήσει την ζάμπαν της. «Φάουσαν λυσσιάραν τούτοι οι νέοι» εσκέφτην η Ππιρίλλα. «Ως τζιαι που φουρνίζουν εν κάθεται η στρείνα τους».
Έφκαλεν τον στρόππον με την σακκούλλαν που εστούππωννεν τον λούρουππαν του μαειρκού, εκάμμησεν τ΄αμμάτιν της το ζαβρίν τζι΄έκατσεν το δεξίν γρυλλωμένον μες τον λούρουππαν πέρκη δει τίποτε. Τίποτε. Μες την αυλή της Τζιυρκάκας μόνον έξι όρνιθες εξανίζαν πας την κοπριάν τζιείνην την ώραν, τζι έμεινεν τζι΄η Ππιρίλλα με δίχα θέμαν σήμμερα. Εξαναστούππωσεν τον λούρουππαν τζιαι την ώραν που έκαμεν να κατεβεί που την τσαέραν, επεηκλώθηκεν το τακκούνιν της μες το φουστάνιν της τζιαι ήρτεν που τζιειπάνω σαν την μάππαν κάτω.
— Είνταν που κάμνεις αθεόφοβη τζιειπάνω τζιεί τζι εν να σκοτωθείς; εφώναξεν της ο άντρας της που έμπαιννεν τζιείνην την στιγμήν του σπιθκιού.
— Έτο Γιώρκο μου, έπιαν με η πυρά τζιαι εμάχουμουν να αννοίξω τον λούρουππαν να ταράξει λλίον ο αέρας.
Λούρουππας είναι οι μικρές τρύπες αερισμού που είχαν πάνω ψηλά στον βόρειον τοίχον τα παραδοσιακά σπίθκια στην Κύπρο. Προέρχεται από το αγγλικό Loophole (δέτε στου radical desire για τα περαιτερω) που το εμεταφράσασην στην Κύπρον Λούπ οπή τζιαι εκάμαν την οι χωρκάτες λουρουπή τζιαι στο αρσενικόν λούρουππας. Κάτι όπως το τραφικέισιον, τα τραφικέισια.
Εξήγηση 3
Λούρουππας δεν είναι ή οπή πάνω στον τοίχον της κοτζιάκαρης της Ππιρίλλας αλλά πάνω στο σιμιντίρην της. Η αγαπημένη του αίλουρου οπή, του Σουρμελή. Σουρμελής ήταν ο κάττος ο αλανιάρης της Ππιρίλλας που επέρναν που τον λούρουππαν χαλούππα-χαλούππα τζιαι επήαιννεν τζιαι έκλεφτεν τίποτε που γειτονιάν για να φάει. Δεν ήταν όμως για τα μμάθκια του αίλουρου της που άφηκεν η Ππιρίλλα την οπήν πας το πετρόχτιστον σιμιντίριν, αλλά για να κουντά τα νερά τα βρωμισμένα μες το χαντάτζιν της στράτας που την άλλην πάνταν του σιμιντιρκού. Ιδίως άμαν έβρεσιεν, ούλλη η βρώμα της κοπριάς εκαθάριζεν τζιαι έπερνεν την το νερόν που ετζιύλαν που την αυλήν προς στον δρόμον διά μέσου του λούρουππα. Σπίτιν χωρίς λούρουππαν ήταν σπίτιν που επλημύριζεν στην παραδοσιακήν αρχιτεκτονικήν. Τζιαι με τι νερά!!
Λούρουππας είναι η τρύπα που είχεν κάτω που τα σιμιντίρκα για να τρέχουν τα νερά της αυλής μες τον δρόμο. Είδος πρώιμου αποχετευτικού.
Εξήγηση 4.
Λούρουππας δεν έχει να κάμει ούτε με τες οπές ούτε με τα έντομα.
Ο μάστρε Ορτύκης ήταν το πιο συντηρητικόν πλάσμαν του χωρκού. Όταν οι εγγλέζοι απαγορεύσαν το μαντρίν που τες αυλάες τζιαι έπρεπεν ο κάθε Κύπριος να φκάλει σκατόλακκον τζιαι να κάμει απόπατον, ο Ορτύκης έφκην έξω που τα ρούχα του. Δεν μπορούν οι αποικιοκράτες να επιβάλλουν ασήκωτα κόστα στον Κύπριον επειδή δεν τους κάθεται το μαντρίν ιμίσς.
— Το μαντρίν εκληροδοτήσαν μας το οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Εδιακύρηττεν με στόμφον στον μορφωτικόν σύλλογον του χωρκού όπου εσύχναζεν τζιαι εθκιάβαζεν με τες ώρες βιβλία εθνικού ήθους. "Η αποικιοκρατία θέλει να μας αποξενώσει που τες ρίζες της τζιαι θέλει να επιβάλει την εξουσίαν της ακόμα τζιαι στον πιο ιδιωτικόν μας χώρον. Κάτω τα σιαίρκα που τα μαντριά μας, βρωμοκαστρίσιηες. Ούτε τον κώλον μας δεν τον αφήνουν ελεύθερο να αφοδεύσει τζιαι να ξαλαφρώσει όπου θέλει. Ζήτω η ένωσις, ζήτω η Ελλάς." εφώναζεν τζιαι εσυγκινούνταν τα φτανά του.
Αυτά εφώναζεν τζιαι πολλά άλλα, γιατί ο Ορτύκης είχεν άποψην για τα πάντα. Για το πόσον συχνά έπρεπεν να συνουσιάζεται η γεναίκα για να είναι χαρούμενη, για το πόσον ψηλά έπρεπεν να είναι το φουστάνιν κάτω που τον αστράγαλλον της γεναίκας για να μεν υποδηλώνει υποχθόνιες διαστροφές, για το πόσον τζιαιρόν έπρεπεν να μείνει χαρτωμένος τζιαι παρθένος ο σκάπουλλος για να σκλερήνει τζιαι να του εμπεδωθούν οι χριστιανικές αξίες της ηθικής εγκράτειας...
— Είνταν που κάμνεις αθεόφοβη τζιειπάνω τζιεί τζι εν να σκοτωθείς; εφώναξεν της ο άντρας της που έμπαιννεν τζιείνην την στιγμήν του σπιθκιού.
— Έτο Γιώρκο μου, έπιαν με η πυρά τζιαι εμάχουμουν να αννοίξω τον λούρουππαν να ταράξει λλίον ο αέρας.
Λούρουππας είναι οι μικρές τρύπες αερισμού που είχαν πάνω ψηλά στον βόρειον τοίχον τα παραδοσιακά σπίθκια στην Κύπρο. Προέρχεται από το αγγλικό Loophole (δέτε στου radical desire για τα περαιτερω) που το εμεταφράσασην στην Κύπρον Λούπ οπή τζιαι εκάμαν την οι χωρκάτες λουρουπή τζιαι στο αρσενικόν λούρουππας. Κάτι όπως το τραφικέισιον, τα τραφικέισια.
Εξήγηση 3
Λούρουππας δεν είναι ή οπή πάνω στον τοίχον της κοτζιάκαρης της Ππιρίλλας αλλά πάνω στο σιμιντίρην της. Η αγαπημένη του αίλουρου οπή, του Σουρμελή. Σουρμελής ήταν ο κάττος ο αλανιάρης της Ππιρίλλας που επέρναν που τον λούρουππαν χαλούππα-χαλούππα τζιαι επήαιννεν τζιαι έκλεφτεν τίποτε που γειτονιάν για να φάει. Δεν ήταν όμως για τα μμάθκια του αίλουρου της που άφηκεν η Ππιρίλλα την οπήν πας το πετρόχτιστον σιμιντίριν, αλλά για να κουντά τα νερά τα βρωμισμένα μες το χαντάτζιν της στράτας που την άλλην πάνταν του σιμιντιρκού. Ιδίως άμαν έβρεσιεν, ούλλη η βρώμα της κοπριάς εκαθάριζεν τζιαι έπερνεν την το νερόν που ετζιύλαν που την αυλήν προς στον δρόμον διά μέσου του λούρουππα. Σπίτιν χωρίς λούρουππαν ήταν σπίτιν που επλημύριζεν στην παραδοσιακήν αρχιτεκτονικήν. Τζιαι με τι νερά!!
Λούρουππας είναι η τρύπα που είχεν κάτω που τα σιμιντίρκα για να τρέχουν τα νερά της αυλής μες τον δρόμο. Είδος πρώιμου αποχετευτικού.
Εξήγηση 4.
Λούρουππας δεν έχει να κάμει ούτε με τες οπές ούτε με τα έντομα.
Ο μάστρε Ορτύκης ήταν το πιο συντηρητικόν πλάσμαν του χωρκού. Όταν οι εγγλέζοι απαγορεύσαν το μαντρίν που τες αυλάες τζιαι έπρεπεν ο κάθε Κύπριος να φκάλει σκατόλακκον τζιαι να κάμει απόπατον, ο Ορτύκης έφκην έξω που τα ρούχα του. Δεν μπορούν οι αποικιοκράτες να επιβάλλουν ασήκωτα κόστα στον Κύπριον επειδή δεν τους κάθεται το μαντρίν ιμίσς.
— Το μαντρίν εκληροδοτήσαν μας το οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Εδιακύρηττεν με στόμφον στον μορφωτικόν σύλλογον του χωρκού όπου εσύχναζεν τζιαι εθκιάβαζεν με τες ώρες βιβλία εθνικού ήθους. "Η αποικιοκρατία θέλει να μας αποξενώσει που τες ρίζες της τζιαι θέλει να επιβάλει την εξουσίαν της ακόμα τζιαι στον πιο ιδιωτικόν μας χώρον. Κάτω τα σιαίρκα που τα μαντριά μας, βρωμοκαστρίσιηες. Ούτε τον κώλον μας δεν τον αφήνουν ελεύθερο να αφοδεύσει τζιαι να ξαλαφρώσει όπου θέλει. Ζήτω η ένωσις, ζήτω η Ελλάς." εφώναζεν τζιαι εσυγκινούνταν τα φτανά του.
Αυτά εφώναζεν τζιαι πολλά άλλα, γιατί ο Ορτύκης είχεν άποψην για τα πάντα. Για το πόσον συχνά έπρεπεν να συνουσιάζεται η γεναίκα για να είναι χαρούμενη, για το πόσον ψηλά έπρεπεν να είναι το φουστάνιν κάτω που τον αστράγαλλον της γεναίκας για να μεν υποδηλώνει υποχθόνιες διαστροφές, για το πόσον τζιαιρόν έπρεπεν να μείνει χαρτωμένος τζιαι παρθένος ο σκάπουλλος για να σκλερήνει τζιαι να του εμπεδωθούν οι χριστιανικές αξίες της ηθικής εγκράτειας...
Η ειρωνία της τύχης, ήταν όταν ήρτεν ο Τσαούσιης να του παραδώσει το πρόστιμον για υγειονομικήν παρενόχληλην που δεν εχάλαν το μαντρίν, να τον έβρει να κάθεται τρουλλίν μες το μαντρίν τζιαι να νοιώθει την υψηλήν απόλαυσην του ξαλαφρώματος αφήννωντας στην τσικνωμένην γή τα περιττώματα που του εβαρούσαν το άντερον. Τα λεπτά που επέρναν ο Ορτύκης στο μαντρίν ήταν λεπτά αυτοσυγκέντρωσης τζιαι ενδοσκόπησης. Τζιείνην την ημέραν εσκέφτετουν τι άδικον που έχουν οι χωραϊτες να ανακατσιούν την τσίκναν του μαντριού. Να ανακατσιούν την πιο φυσικήν μυρωθκιάν τζιαι να τους αρέσκει το βρωμισμένον σκατόν του σκατόλακκου; Μα εν παραξενιές τούτες ολάν; Εδιαφθείραν τους τέλλια οι αξίες των βρωμοεγγλέζων. Μόλις εξαλάφρωσεν, εμούνταρεν η Aλφα όρνιθα της αυλής τζιαι εξάνησεν πρώτην τον φρέσκον κότσιρον πέρκη έβρει τίποτε μέσα να φάει. «Θώρε, εσκέφτετουν, κλείει ο κύκλος του θεού χωρίς να καταρίφκεται τίποτε. Ότι δεν χωνέψει το άντερον του πλασμάτου θα το φάει η όρνιθα, τζιαι η τσιλλάρα της θα γινεί λίπασμαν για την μεσπιλιάν, την οξινιάν, για την ρένταν…»
Την ώραν που έμπην ο Τσαούσιης της καμαρόπορτας έκοφκεν έναν λούρουππαν που το τσιόλιν που εκρέμμετουν πας την παλλούραν για να σφοντζιηστεί.
Ο μάστρε Ορτύκης εχάλασεν το τελευταίον μαντρίν του χωρκού με μεγάλην θλίψην για την απώλειαν της πατρικής του κληρονομιάς τζιαι της τελευταίας φυσικής απόλαυσης που του εμείνισκεν που τον Χριστιανικόν του ευσεβή βίον.
Τα ποθυμένα του ενάντια στον Αγγλικό ζυγόν έφκαλεν τα με την ενεργήν του συμμετοχήν στον αγώνα. Μετά εγίνην του Μακαρίου για να τα έσιει τζιαι καλά με την κυβέρνησην τζιαι τέλλια στα υστερινά του έγραψεν τον τζιαι ο γιος του που ήταν στέλεχος του Δήκο μέλος του κόμματος. Ο άγγονας του εκράτησεν την παράδοσην τζιαι μόλις ήρτεν στην Κύπρον που τες σπουδές του έκαμεν οικολογικόν κίνημαν τζιαι έπιασεν για σύμβολον τον Λούρουππαν: το σύμβολον της ανακύκλωσης. Τωρά κάμνει σεμινάρια για το πως θα κάμνεις compost στην αυλή σου τζιαι αγωνίζεται να γινεί το compost αναγκαστικόν διά νόμου.
Λούρουππας είναι λούρες ανακυκλωμένου ρούχου, αυτόν που σε άλλες περιοχές της Κύπρου ελαλούσαν τσιολούιν τζιαι που ήταν ο πρόγονος του κωλόχαρτου που εδιαδέχτηκεν τες πέτρες σφοντζίσματος.
Κουγκάς: Λούρουππας είναι το φυτόν Lurupus Lefkarensis που βλαστά στα βόρεια υψώματα των Λευκάρων.
Το ερωτηματολόγιον όπου θα σημειώσετε την απάντηση σας βρίσκετε πάνω στην δεξιάν κολόνα του μπλόγκ. Μπορείτε να επιλέξετε μιαν που τες εξηγήσεις που δίδονται που τες ιστορίες ή τον κουγκάν.
19 σχόλια:
Όι ρέ στύλ κκουιζιού που ήβρες!
Στα χωρκά μας, λούρουππας εν η ημικυκλική κίνηση, που τη 'λούρα' -τη λωρίδα.
Εγώ απάντησα στη δημοσκόπηση δεξιά [χωρίς να δκιαβάσω τες ιστορίες ΣΟΥ] ... Γίνεται να γράψω τζιαι δαμέ την απάντηση μου;
Ήβρα το μες του Γιαγκουλλή εψήφισα δίπλα ,αλλά ενε σωστό να το γράψω
λούρουππάς εν η καπνοδόχος, ο εξαερισμός. Οπότε τερκάζει η όπη *ανάθθεμαν αν ξέρω ναμπον η οπή, αλλα που τα συφραζόμενα μάλλον τούτον ένει. Τουλάχιστον στην Πιτσιλλιάν!
Ατε Ασέρα, αν μου πεις ναμπου σημαίνει "λουλλουπίζει"!:-)
Postbabylon,
«Οπή» εν η τρύπα!
Τωρά το «λουλουπίζω» σημαίνει; Μήπως φωτίζω αλλά πολύ αμυδρά; Ξέρω την έκφραση «εθώρεν λουλλουπούθκια» που παει αν πει «εθώρεν αστερούθκια» ...
Ανεφ,
εκόντεψες!
"βαρτο ριζόγαλον να χογλάσει τζιαι μόλις χογλασει, κατέβας την φωθκια, όσον να λουλλουπίζει τζιαι αήστο να ψηθεί σιγά σιγά"
η τζιαι "το τζιερίν λουλλουπίζει"
Postbabylon,
Νομίζω τούτο που λαλείς, εμείς λαλούμεν το «λουλλουτίζω» ...
Ασέρα, εξαιρετική η δουλειά και προ παντός η ευρηματική γραφή, ως συνήθως. Εύγε!
Ιστορίες μιας εποχής που (εν)ξιάννεται όμορφα γραμμένες άλα Aceras.
Ενόμιζα ότι είσιεν ναν εύκολον για ούλλους αλλά έππεσα έξω. Που εννα τελιώσει το κουίζ ( για να μεν το προδώσω ) θα σας πω μιαν ιστορία σχετική, με πρωταγωνιστήν τον τον φίλον μου τον Ξάντρο ( Αλέξανδρο ).
Στο στρατό πριν κάμποσα χρόνια, ένας σειράς είπεν το εξής:
"Ηρτεν ο γριτζελλαδόρος* τζε εφάκκαν λούρουππους-λούρουππους πάνω που το γριτζελλοδρόμιο"
*ελικόπτερο
Απορία: Γιατί days left to vote: 371;Εγραψες το 7.1.2011 τζια 365 μέρες ως τες 7.1.2012 τζιαι αλλο εφτά μέρες ως τες 372, φτάνουμεν στες 14/1/2012. Τόσον πολλυν τζιαιρόν για να τελειώσει το κουίζ;
Θέλω κάτι να γράψω, όμως εννα περιμένω να τελειώσει το κκουιζ για να μεν κάμνω χαλάστρες.
Χρόνια Πολλά Ασέρα, τζιαι καλή τζιαι δημιουργική χρονιά εύχομαι από καρδιάς.
Να γράψετε ότι θέλετε για την σωστήν ή λάθος απάντηση. Κανονικά αυτός που ψηφίζει το κάμνει πριν να θκιαβάσει τα σχόλια.
Στην περιοχή μου λούρουππας είναι η καπνοδόχος, ή ακόμα και η αρσέρα, δηλ. το μικρό παράθυρο που βρισκόταν ψηλά στο δίχωρο. Στη περιοχή της Σκάλας λούρουππα λένε την τρύπα που εβγαιναν τα νερά της αυλής έξω.
΄Ισως σε άλλες περιοχές η ίδια λέξη να σημαίνει κάτι άλλο, είτε παραπλήσιο, είτε εντελώς διαφορετικό.
΄Εχω την εντύπωση ότι η χρήση της ίδιας λέξης σε διαφορετικά κείμενα με διαφορετικές έννοιες, έχει ένα βαθύτερο σκοπό. Αλλά να μείνω ως δαμέ τζιαι να μεν κάμνω υπολογισμούς για το τι έθελεν να πει ή τι μυνήματα έθελεν να στείλει ο Ασέρας.
Πάντως η τελευταία ιστορία με τον μάστρε Ορτύκην εν πολλά πετυχεμένη.
Mmm. Εγώ έγραψα τες ιστορίες με την ιδέαν ότι η λούρουππας λέγεται μόον η τρύπα πουκάτω που το σιμιντίριν ή τον φραμόν για να φκαίνουν έξω που την αυλήν τα νερά. Θωρείται, μαθαίνω τζιαι γ. Έβρισκα παράξενον που η απάντηση δύο τζιαι τρία εν ισοδύναμες. Εθεωρούσα ότι η τρύπα εξαερισμού λέγεται μόνον αρσέρα όπως λέγεται στο χωρκόν μου.
Λούρουππος δεν είναι λούρουππας. Η κουβέντα με το γριτζιελλαδόρον εκυκλοφόραν που τον τζιαιρόν που ήμουν στον στρατόν.
πέρκει να είμαστε τζε σειράες!
Ο λούρουππος ίνναμπονει;
Ο Γιαγκουλλής λέει ότι τζιαι η τρύπα της καπνοδόχου τζιαι η τρύπα που φκαίνουν τα νερά έξω που την αυλή λέγονται λούρουππας (Εξω φυσά ανεμιτζιά τζι ο λούρουππας καπνίζει)
Ο φίλος μου ο Αλέξανδρος που ήταν μιτσής ήταν τόσο παστός που τον εχώρεν τζιαι έρεσσε που τον λούρουππαν τζιαι επήεννεν στην αυλήν της θκειάς του της Χαρούς τζιαι εθύμωννεν με τες πελλάρες του τον θκειόν του τον Βάσο που έρκετουν ποσταμένος που τη δουλειάν τζιαι ελάλεν του ο μακαρίτης " Πάω στη Διτζιέλια τζιαι έρκουμαι τζιαι κάθουμαι μια σταλαμήν να πνάσω τζιαι έχω σε τζιαι σεν πας την τζιεφαλή μου να με πελεκάς" τζιαι επέτασσεν τον που το συμιντίριν έσσω του. ( Ώσπου να ξαναρέξει που τον λούρουππα )
Δημοσίευση σχολίου