Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Το Βαρώσιν μου εμέναν.


Ήμουν πέρσι Κύπρον με πολλά στενούς παρέες, τζ̆αι είχα την πολλά κακήν ιδέαν να τους πάρω στα κατεχόμενα να τους δείξω τον πόνον μου. 

Ήταν σουρούππια φου, όταν εκαταλήξαμεν που τον Απόστολον Αντρέαν στο Βαρώσιν. Εκοντέψαμεν πας τα ττέλλια της πόλης τζ̆αι είδαν τα πλάσματα το πρόσωπον του πολέμου, γέρικον τζ̆αι γέρημον, αλλά εξίσου αηδιαστικόν. “Μα έσ̆ει έτσι πράμαν! Εμείς ούτε που ακούσαμεν πους εγίνην εισβολή. Εξέραμεν ότι είσ̆ετε κάτι φασαρίες με τους Τούρκους, αλλά τούτον εν τρομερόν!”

Εγώ άφηκα τους μόνους τους να φκάλλουν φωτογραφίες με τα τηλεφωνούθκια τζ̆αι ετράβησα πίσω. Εν έμπορα άλλον. Να κάμνεις τον ξεναγόν έτσι, πρέπει να είσαι πολλά μαζόχας. Όταν απομακρύθθηκα σε απόστασην ασφαλείας, στην αρκήν επήεν να με πιάει το κλάμαν. Εκατάπια έναν βρόκκον πίκραν τζ̆αι έσφιξα την καρκιάν μου τζ̆αι δεν έκλαψα. Εκρέπαρεν το συναίσθημαν με μια παράξενην μορφήν. Έπιαεν με ένας θυμός, μια αγανάχτηση, μια αηδία. Άρκεψα να ξιτιμάζω μεγαλοφώνως. Δεν λαλώ συνήθως χοντρές κουβέντες. Η μάνα μας απείλαν μας να μας κόψει την γλώσσαν μας να πούμεν ξιμαρόλοα, τζ̆αι ο τζ̆ύρης μου ότι ήταν να μας, λύσει αν ακούσει ξιμαρισμένα. Ότι δεν εξιστόμησα στην ζωήν μου έφκην σαν το έσ̆κιν. Έσ̆κιν για την Εόκα βήτα που εκατάστρεψεν τον τόπον το 74. Έσ̆κιν για τους εθνικόφρονες, που εξεκινήσαν την καταστροφήν που το 55 τζ̆αι πριν ακόμα. Έσ̆κιν για την γενιάν του 60, που τους εδώκαν κράτος τζ̆αι δεν τα εκαταφέραν να το κυβερνήσουν τζ̆αι βάλαν τον κόσμον να σφαεί, τζ̆αι να σφάζεται ακόμα. Έσ̆κιν για την Τουρκίαν που εξαπόλαν τες πόμπες πουπάνω μας τζ̆αι γέμωσεν την ζωήν μου εφιάλτες που τους κουβαλώ ακόμα τες νύχτες μιτά μου όπου πάω, όπου βρεθώ.

Μετά εξανακοίταξα τες καρκαλαμιές των ψoφισμένων χτιρίων με τα οποία εβιάσαν τον άμμον της πόλης μου οι πρώτοι διδάξαντες καπιταλίστες της χώρας μου, ευνοούμενοι της διαφθοράς του κράτους του Μακαρίου, της Εόκα τζ̆αι των τομεαρχών της επαρχίας. Ούλοι τούτοι που τα έχουν δαμαί, ήταν πουκάτω που την τσ̆ιούππαν του Μακαρίου, είπεν μου ένας ηλικιωμένος συμπολίτης μου. Γλείφτες, μακαριακοί τζ̆αι γριβικοί. Ούλλοι της Εόκα, της νεκκλησ̆ιάς, ανήψια, συμπεθθέροι, γαμπρούες, κόρες, αγγόνισσες, των πέντε αρκόντων, των πέντε αρπάγων που εκάμναν κουμάντον μες τα καπετανάτα τζ̆αι επιάσαν μοιράσιν τον εθνικόν πλούτον που αφκήκαν πίσω τους οι Εγγλέζοι. Πας το τζ̆ύμμαν εχτίζαν οι ππεζεβέγκηες. Πας το τζ̆ύμμαν, τζ̆αι πας τον άμμον της Αμμοχώστου με δίχα αντροπήν εχτίσαν τους πύργους τους να κάμουν την ομορκιάν του τόπου χρήμαν.

Τζ̆αι εφτάσαμεν σήμμερα να τα κάμνουν προσκύνημαν τζ̆αι να γράφουν αφελής Βαρωσιώτες “αννοίξετε τα ττέλια τζ̆αι άφηκα την ψυχήν μου μέσα”.

Πρώτην φοράν αηδίασεν η ψυχή η δική μου τόσον βαθκιά την εθνικόφρονην αστικήν τάξην της πόλης που με γέννησεν. Έφυα τζ̆αι άφηκα την τζ̆αι ήμουν πέμπτην του δημοτικού. Σε τούτες τες πολυκατοικίες πας το τζ̆ύμμαν ποττέ μου δεν επάτησα πριν τον πόλεμον στην θάλασσαν να λουθώ. Ο παπάς μου ενεκάτσ̆ιαν την ξημαρισ̆ιάν της παραλίας τους αρκόντους. Εμείς επααίνναμεν στες Κλαψίδες θάλασσαν, στον άμμον τον ανόθευτόν τον καθαρόν, μακρυά που την ξιμαρισ̆ιάν, τζ̆αι στες Σ̆ελώνες κάθε δεκαπεντάουστον, τζ̆ει που το Ριζοκάρπασον. Την ξιμαρισμένην Αμμόχωστον με τους κατράες που εφήνναν τα πλοία που έρκουνταν στο λιμάνιν, αφήνναμεν τα τους αρκόντους να τα σ̆αίρουνται με την ασ̆σ̆ήμιαν του κουγκριού τους τζ̆αι του αππωμάτου τους.

Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν η οδός Κκένεττι, (άκου Κκενεττι…). Ήταν οι χωματόστρατες που επερνούσαν που μέσα που τα περβόλια τζ̆αι επαρπάτουν τες τα πρώτα χρόνια του σχολείου μου να πάω στο δημοτικόν του Λάξη τζ̆αι ύστερα του Κατωβαρωσιού. Δεν είχεν πεζοδρόμιον τζ̆αι εφορούσαμεν ποϊνούες να πάμε σχολείον τον σ̆ειμώναν, να μεν πιλώννουν τα παπούτσ̆ια μας τζ̆αι να ξημαρίζουν τα παντελονούθκια μας. Έναν παντελονούιν είχαμεν στολήν τζ̆αι έπρεπεν να το κρατούμεν καθαρόν ως το Σάββατον να το πλύννει η μάνα μας. 

Αθθυμούμαι τον ακκαννομούτταν πας τες τζ̆ιτρομηλιές που εφυτέψαν φραμόν του περβολιού με τα πορτοκκάλλια. Εφοητσ̆άζαν μας οι μεγάλοι πως άμαν σε άκκαννεν ο χαμολιός πας την μούττην, έπρεπεν να φκεί γάρος πας τον φούρνον ν΄αγγανίσει για να σε ξαπολίσει. Αθθυμούμαι την πασ̆ιαν την Λευκήν, που μας ελαλούσαν οι μεγάλοι πως ήταν καλή γεναίκα τζ̆αι πους άμαν μας εδάκκαννεν ο ακκαννομούτας, έπρεπεν να της φωνάξουμεν τζ̆είνης να φκεί πας τον φούρνον της να αγγανίσει, που δεν είσ̆εν γάρον η γειτονιά. Τζ̆αι εκάμναμεν πρόβες με την μούττην μας πκιασμένην “θκεια Λευκή, θκειά Λευκή”…

Όποτε μυριστώ αθθόνερον της τζ̆ιτρομηλιάς, μυρίζουμαι το Βαρώσιν μου. Μυρίζουμαι τους παιδικούς μου φόους, τζ̆αι τες παιδικές μου χαρές, τες παλιόστρατες του Κατωβαρωσιού, τες χωράφες με τα μαρτούθκια, τες μέλισσες πας τα μελισσόχορτα, τους ζίζζιρους πας την αθασ̆ιάν μας. Μυρίζομαι τους καλαμιώνες του Φάραγγα. Στον Φάραγγαν επααίνναμεν στον κουμπάρον του τζ̆ιουρού μου, τον Αντρέαν τον Μάντην. Εκάθουνταν με τες ώρες τζ̆αι εδιασκεδάζαν με τρία καραολιά τζ̆αι μια πότσαν Λοέλ 43. Είχαμεν τζ̆αι στο Βαρώσιν μαντογειτονιάν, που ακόμα τζ̆αι που τους φτωχούς, λλίοι εκαταδέχουνταν να πάσιν να τους κοντέψουν. Ήταν οι φτωσ̆οί των φτωχών. Οι ποκαριμμένοι οι τέλλια. Ο τζ̆ύρης μου ελάλεν “άμαν σου αννοίξει ο μάντης την πόρταν του σπιθκιού του, έσ̆εις φίλον μάντην, τζ̆αι άμαν έσ̆εις φίλον μάντην, έσ̆εις φίλον πον φίλος”.

Μυρίζουμαι τα στενά δρομούθκια τζ̆αι τα τζ̆υπαρίσ̆σ̆ια του Άη Λουκά, τους Ευκαλύπτους της λίμνης του τζ̆αι το απέραντον νερόν της μιαν φοράν που έβρεξεν πολλά τζ̆αι γέμωσεν. Στον Άην Λουκάν επααίνναμεν να δούμεν την γιαγιάν την Σιγκλούν που τον Άην Λιάν, τον Κακουλλήν τζ̆αι την Μυροφόραν που την Μηλιάν. Οι Βαρωσιώτες της ηλικίας μου είμαστιν Βαρωσιώτες. Οι γονιοί μας όμως ήταν ούλλοι μετανάστες της αστυφιλίας. Κάθε σαββατοκυρίακον εφτζ̆όρωννεν το Βαρώσιν. Άλλοι στο Αυκόρου, άλλοι στο Βρένναρος, άλλοι στην Καλοψίαν, στους Στύλλους, στο Αρναΐν, στον Γαουράν, στην Έγκωμην, στον Δαυλόν, στες Μάντρες, στην Ακαθθούν, στον Μαραθόβουνον. Προλετάριοι με 30 λίρες μεροκάματον τον μήναν, εσκοτώννουνταν που τον κάματον της δουλειάς, να ζήσουν τες χαρές της ζωής, να μορφωθούσιν, να προοδεύσουν, να φκάλουν παιθκιά προκομμένα. “Έρκουνταν που τα χωρκά χτηνά, ακοινώνητοι, βιβλίον στην ζωήν τους δεν αννοίξαν. Μες τον αγώναν για την διεκδίκησην εκάμναμεν ο ένας τον άλλον άθρωπον, εμορφωννούμαστιν, έρκουνταν οι γραμματιζούμενοι τζ̆αι αννοίαν μας τα μμάθκια μας, τζ̆αι όποιου αννοίαν τα μμάθκια του άννοιεν τα τζ̆αι του διπλανού του”, ιστόραν μου μετά την προσφυγιάν η Βερμαού, η συντρόφισσα που εμόρφωσεν δεκάδες χωρκατούθκια που τα εκατατρέχαν οι εγγλέζοι να μεν συνδικαλίζουνται. “Εμορφωννούμαστιν την νύχταν, στες σχολές του κόμματος τζ̆αι των συντεχνιών, μες την παρανομίαν, τζ̆αι πααίνναμεν εις τα χωρκά μας τζ̆ι εμορφώνναμεν τζ̆αι τους γονιούς μας. Μαρξ, Έγγελς, Λένιν, Καζαντζάκης, Λουντέμης, Νικολάι Οστρόφσκι, Ζολά, Μαξίμ Γκόρκι, Φρεντερίκο Γκαρσία Λόρκα. Επιάνναμεν τα βιβλία που τους συλλόγους τζ̆αι εδανίζαμεν τα κρυφά ο ένας του άλλου να μεν ηππέσουν εις τα σ̆έρκα τους εγγλέζους ή στους απεργοσπάστες των νέων συντεχνιών που μας εκαρφώνναν. Για να κάμουμεν μιαν κοινωνίαν καλλύττερην, έπρεπεν να γινούμεν εμείς καλλύττεροι. Για να κάμουμεν μιαν κοινωνίαν του αθρωπισμού, έπρεπεν να γινούμεν εμείς πρώτα αθρώποι.”



Εκράτουν πας την ταπέλλαν της πύρας που εβάλαν οι Τούρτζ̆οι να χώννουν που τους τουρίστες τες ξημαρισ̆ές του πολέμου. Εδίκλεισα πάνω τζ̆αι είδα το φεγγάριν. 

Έμπηξα μια τελευταίαν ξητημασ̆ιαν παουριστά να μεν ακούω τες πόμπες που μας εσύρναν τα αεροπλάνα τζ̆ειν την ημέραν. 
— Εφώναξες μας; Αρώτησεν με ο Ζ̆ερόμ. 
— Ναι. Φεύκουμεν. Εν ημπόρω άλλον.
— Καταλάβω.
— “Σιγά που καταλάβεις”. Εσκέφτηκα που μέσα μου.
Εδώ οι Βαρωσιώτες τζ̆αι δεν καταλάβουν.

Είναι τούτον το Βαρώσιν που γεννά Σίμους Ιωάννου. Έχουμεν τζ̆αι εκλογές για τον δήμαρχον την Κυριακήν. 

Εν ο γιατρός του λαού, είπεν μου ένας προχτές. Άμαν συγκόψει κανέναν που δεν κρατεί, αρωτά τον, τζ̆ι εν τζ̆αι πιάννει του ριάλλια. Οι αμόρφωτοι τζ̆αι κάτι δεξιοί που… πού να καταλάβουν…, εκτιμούν το ότι τάχα κάμνει αγαθοεργίες. Στο Βαρώσιν όμως των λαϊκών συνοικιών δεν είμαστιν της θρησκείας να κάμνουμεν το καλόν για να μας δοξάζουν ή για να δοξάζουμεν τον θεόν να πάμεν εις τον παράδεισον, ούτε μορφωννούμαστιν για να φκάλουμεν ριάλλια. Μορφωννούμαστιν για να γινούμεν καλλύττεροι, έτσι όπως μου το περίγραψεν η μακαρίτισσα η Βερμαού. Η αλληλεγγύη προς τον άνθρωπον εν μες το DNA μας. Όταν δεν πιάννει ριάλλια το παιδίν μιας προλετάριας που έναν πλάσμαν που εν εις την ανέχειαν, μπορεί τζ̆αι ναν επειδή σκέφτεται την μάναν του, που εζάωσεν μες τα συσκευαστήρια να εξοικονομήσει πέντε δεκάρες για τες σπουδές, που δεν επλήρωνεν σε προλετάριους το κράτος. Μπορεί ναν που σκέφτεται τον πατέραν του, που έδωκεν την ζωήν του στον αγώναν να έχουν ούλοι, τζ̆αι οι προλετάριοι, οχτάωρον, σαββατοκύρίακον ελεύθερον, σύνταξην τζ̆αι ιατρικήν ασφάλισην.

Όι. Δεν γουστάρω Λόρδον για δήμαρχον της πόλης μου, όσον καλόν παιδίν τζ̆αι να έφκην όπως λέγεται. Θέλω πλάσμαν του λαού, που μόνον αξίες έσ̆ει για κληρονομικόν τζ̆αι που για αξίαν πρώτην το κοινόν σσυφέρον έσ̆ει.

Έχουμεν διαφοράν που τους δεξιούς. Ναι. Τζ̆αι ας μεν εμείναμεν πολλοί που δεν τους εφάαν οι εγωϊσμοί, το χρήμαν ή τα χρέη.

7 σχόλια:

Lexi_penitas είπε...

Δαμαί οι Βαρωσιώτες τζιαι δεν καταλάβουν... όπως το λαλείς φίλε μου. Τζιαι εξηγάς το παρακάτω... Έχουμεν διαφοράν που τους δεξιούς. Ναι. Τζιαι ας μεν εμείναμεν πολλοί. Εσυγκίνησες με ρε Ασέρα τζια ας μεν είχα καμιά σχέσην με το Βαρώσι.

Unknown είπε...

K emena to idio

Greekstories είπε...

Φίλε μου τολμώ να πω αγαπημένε. Απλά υποκλίνομαι! Τίποτε άλλο. Τα φιλιά μου

Soula Hadjikyriacou είπε...

RESPECT! Βιώματα που θα τα κουβαλουμε πάντα.

Ανώνυμος είπε...

Εμιλησες κατευθείαν στα βιώματα μου τζιε συγκίνησες με χωρίς να ειμαι Βαρωσιωτης.Εχουν ομως τόση σημασία οι εκλογές δαμε που φτάσαμε;

ΑΕ1 είπε...

❤️

Unknown είπε...

Ναι γιατί οι Βαροσιώτες δεν είναι αυτοί πάνω στο κύμα ,ανακατσιώ τους που τώρα βάλλουν τη φάτσα του με το εγώ Βαρωσι ως τώρα δεν έχουν γράψει λέξη για τη γειτονιά τους .Αγαπώ σε Ασερα μου ξέρεις το .Σταλαματιά