Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ιστορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Το φεντζιάνιν της Αγγέλας

Ελλάδα, διακοπές του 2007.

Αφιερωμένο στους φίλους
Μιχάλη Χριστοφίδη τζαι Μιχάλη Κιρλιτσιά
σ΄ανταπόδωσην της ποιητικής έκδοσης
Το κόκκινο του γιασεμιού - yasemin kirmisisi*
που μου εστείλαν με την πόσταν πρόσφατα.


Εκαλοτζαίρκασεν. Ο νήλιος κρούζει πέτρες. Ο αέρας ο βραστός ξερανίσκει σου την ψυσιήν. Η υγρασία χαμνίζει σου τα μυαλά. Ο Δημήτρης της κυρίας Αγγέλας εν επήεν δουλειάν σήμερα. Έμεινεν ανάσιελα πας την καρκόλαν με το έαρ κκοντίσιον πας το 22. Είπαν εις τες ειδήσεις ότι εν να κάμει πάλε 44 βαθμούς. Τα σίερα με έτσι τζαιρόν εν πιάνουνται ούτε με γάντια. Εν η τρίτη μέρα που για τους χτιστάες, τους καλουψιήες τζαι τους σιεράες εκυρήχτην αργία λόγω καύσωνα. Παλιά ο Δημήτρης επήεννεν εις το Νίσιπιτς για να δροσιστεί άμαν είσιεν καύσωναν. Τωρά φκάλλει την εις το ίντερνετ στην δροσιάν του κλιματιστικού.
Η κυρία Αγγέλα έφυεν που τες 6 με το λεφορείον της γραμμής. Καθαρίζει δωμάτια στου Τσιππούρα Χοτέλ Αππάρτμεντς. Εψές εμάσιετουν ως τες 11 να κάμνει πισιίες τζαι πουρέκκια. Πόψε εν τα γενέθλια της Μαρίνας. Κλείει τα 6 τζαι ο Δημήτρης εδιάταξεν πουρέκκια. Η κυρία Αγγέλα ποττέ εν εκατάφερεν να βάλει την κόρην της την Χρύσων εις το μαρζάτζιιν. Παρά νοικοτζυρά καλλύττερα πουτάνα ελάλεν η Χρύσω. Η κυρία Αγγέλα εν άντεχεν την ιδέαν να ταΐσει τον κανακάρην της με πουρέκκια γοραστικά του Ζορπά. Παρά ούλλην της την ποστασιάν, παρά την πυράν, έκατσεν τζαι έκαμεν έναν δίσκον με πουρέκκια, έναν με δάχτυλα τζαι έναν με μιλλοπισιίες διπλές. Εσορόπωσεν τα με σορόπούιν φτανόν να μεν εν βαρετά, τζαι επασπάλισεν τα τζαι με κούννες τσακκιστές του αθασιού, ραντισμένες με ροδόστεμμαν τζαι κανέλλαν.
Η κυρία Αγγέλα παλιά εμάλλωνεν μέραν νύχταν με την κόρην της. Για το μωρόν που ήρτεν δίχα τζύρην, η Αγγέλα ποττέ εν είπεν κουβένταν της Χρύσως. Για τα νοικοτζυρκά όμως, ώρες – ώρες εγίνετουν ανυπόφορη, ως που μιαν ημέραν η Χρύσω ανακοίνωσεν της ότι εβαρέθηκεν την γλώσσαν της τζαι θα πιάσει διαμέρισμαν, να ποσπαστεί που τους καφκάες, να νιώσει τζαι το μωρόν της όπως θέλει τζείνη. Που τον τζαιρόν που η Χρύσω επήεν έσσω της, ερούφησεν την τζαι η κυρία Αγγέλα. Εφοήθην άμπα τζαι πιάσει την παραπάνω η πελλάρα τζαι κόψει της το τέλεια τζαι εν θώρει πιον το μωρόν. Την κόρην της θα το άντεχεν να μεν την ιξαναδεί, την Μαρίναν όμως όι.



Η κυρία Αγγέλα σήμερα ήταν ανήσυχη. Θέλεις ήταν η πυρά, θέλεις ήταν οι κουβέντες της Λουτσίας της χάουσκιππερ, θέλεις ήταν ο χαμολιός που της έφκην εις το φεντζιάνιν, κάτι κακόν επροαισθάνετουν. Η Λουτσία είπεν ότι το πάτζιετ της καθαριότητας δεν εκάνεν. Γή έπρεπεν να πιάουν 19 δωμάτια η κάθε γεναίκα αντίς για 15 που καθαρίζαν ως τωρά τζαι να φκάλουν την Αντιγόνην με πλεονάζον, γή έπρεπεν να φύουν 5, τζαι να πιάουν 5 Βουλγάρες.
«Βρέ Τούλλα θωρώ χαμολιόν», η Τούλλα τίποτε. Μόνον καλά νέα έθελεν να λαλεί στο φεντζιάνιν. Τελικά έπεισεν την ότι εν η ιδέα της τζαι πους ο νούρος του χαμολιού ήταν γιογιό τζαι πους η τζεφαλή του ήταν δράκος. Δράκος σημαίνει προστασία.
– Κόρη άμπα τζαι εν ο Τάσος της συντεχνίας τζαι κάμνει σου κόρτες; Αρώτησεν την η Τούλλα. Γιογιό... πήεννε – έλα... πάνω – κάτω..., προστασία... Αρέσκει σου κόρη; Το γιογιό λαλούν εν καλόν σημάδιν για το κρεβάτιν!
– Άης με κόρη τζαι σου. Δούλα εν γίνουμαι πιον κανενού. Εγλύτωσα που το «φέρε τζείνον, φέρε τούτον» του Παναγιώτη τζαι να πιάω άλλον να κουλιαντηρίζω; Ας παν εις τ΄ ανάθθεμαν.
– Καλάν κόρη Αγγέλα, 53 χρονών γεναίκα εβάωσες το μαχαζίν; Εν λαχτά το κουτσίν σου;
– Κόρη Τούλλα εν χαμολιός οξά εν εν χαμολιός;
– Εν δράκος είπα σου. Προστασία! Συντεχνίες... Τζείνου η γεναίκα του έφυεν με Πακιστανόν, εσέναν ο άντρας σου με Ρουμάναν. Χάτε. Η συντεχνία εν να σώσει την εργατικήν τάξην. Εν θωρείς τα πόθκια σου που ζαώσαν που τους ρευματισμούς που τα ξέβα – κατέβα τες σκάλες; Να τα παραιτήσεις να πνάσεις τζαι που τους κόπους τζαι που την Λουτσίαν.
– Προτιμώ να είμαι δούλα του Τσιππούρα παρά του Τάσου. Τουλάχιστον τζείνος πιορώννει. Τζαι αν μου ζητήσει να ανοίξω τζαι τα σιέλια μου, αν θέλω αννοίω τα.
– Σιγά που ΄ν να σου ζητήσει το Τσιππούρας κόρη. Αν είσουν εις τα κοσπέντε σου εμπόριεν.
– Αδρώπου πάντως δούλα εν γίνουμαι πιον.
– Εγίνης παραπάνω φεμινίστρια που την κόρην σου κόρη. Τον δράκον όμως πως τον εξηγάς;
– Μα ίντα προστασίαν μας λαλείς κόρη Τούλλα; Προχτές εσύναξεν μας ούλλες τζαι είπεν μας ότι το πετρόλαον εγίνην 75 δολλάρια το βαρέλλιν, ακριβώσαν τα ναύλα, τζαι αν δεν κάμει τζαι η εργατική τάξη υποχωρήσεις, εν να παττίσουν οι μαστόροι τζαι ΄ν να μείνουμεν τέλλεια άνεργες. Εν τούτη η προστασία που φέρνουν οι δράτζοι σου; Εν μουσιισμένοι οι δράτζοι σου Τούλλα.
– Οι δράτζοι σου Αγγέλα. Οι δράτζοι σου. Εν εσέναν που εύκην δράκος εις το φεντζιάνιν, εσού πιορώννεις συδρομήν εις την ΠΕΟ, εσού μου είπες ότι κλουθογυρίζει σε ο Τάσσος.
– Χαμολιός τι σημαίνει κόρη;
Η Τούλλα άλλαξεν θέμαν, επέρασεν εις τες πόρτες τζαι τους δρόμους, στα λεφτά που η Αγγέλα ήταν να πιάσει τζαι να δώσει. Ο χαμολιός όμως έμεινεν που τα χτες μες τον νουν της Αγγέλας. Εγύρισεν τα ποτζεί, εγύρισεν τα ποδά, δεν εμπόριεν να τον εξηγήσει.
Το λεωφορείον εσταμάτησεν τζαι άφηκεν εις τα Μαχτόνας την Αντρούλλαν της Ευαθθίας, την Μάρων του Σσιεφκά της Τασίας τζαι την Κούλλαν της Ειρήνης. Εσυνέχισεν προς την παραλίαν.
– Για 320 λίρες πέμπουν τα μωρά ούλλη μέρα στασίμιν μες την τσίκναν, να κάμουν κυρσούς που τα δεκαοχτώ τους, εψουψούρισεν της Αγγέλας η Δοξούλλα του Παντελή που κάθετουν δίπλα της μες το λεφωρείον.
– Ε ίντα ΄ν που ΄ν να τες κάμουν έσσω ούλλη μέρα κόρη Δοξούλλα; Να τες θωρούν να πλώννουν ζάμπαν; Εν θωρείς που με δουλειές θέλουν να κάμουν, με για νοικοτζυρκά θέλουν να ΄κούσουν οι τωρασινές; Τουλάχιστον τζαμαί εν περιορισμένες τζι εν ιμπαίνουν σε πειρασμούς.
– Τζι΄ή Αθθούλλα της Νίτσας ήταν περιορισμένη στου Τσακρή, τζι έλυσεν το μωρόν τζαι έσταξεν που τα μαυρογέριμα που την εποτίσαν. Τέλεια στο ύστερον που μάννεψεν τζιόλας, τζαι ΄μίλαν σαν την καθυστερημένην, εκουττούκαν την τζι ο Τσακρής, τζαι δίαν της να γοράζει την δόσην. Ο Τσακρής εγλύππαρεν την γιατί εκανονίσαν την κατηγορίαν να ισχύει μετά που έκλεισεν τα 18 η μιτσιά, η Νίτσα όμως εσταμάτησεν τζαι που την δουλειάν να γλέπει την κόρην της στου Βερεσιέ. Τον τζαιρόν που ΄πρεπεν να βουρήσουν τον ρόκολον εβουρούσαν τα διαζύγια τζαι τους δικηγόρους, τωρά βουρά τες εκκλησιές τζαι τα κέντρα αποτοξίνωσης.
– Φάουσαν κόρη Δοξούλλα, μα έβαλες στην ιδέαν σου να μου κάμεις την καρκιάν μου περιβόλιν που τα χαράματα; Πε μου, οι χαμολιοί εν την αυκήν που φκαίνουν στην γύραν οξά το δείλις;
– Ξέρω γώ! Είμαι τίποτε ερπετολόγος; Ίνταν που σου ήρτεν τωρά πρωίν ξημέρωμαν τζαι αθθυμήθηκες τους χαμολιούς;
– Έυκην μου εχτές εις το φεντζιάνιν. Λαλείς να μας ιξαπολίσει καμιάν φαρματζερήν πρωΐν – πρωΐν η Λουτσία;
– Εν βαριέσαι. Το πολλήν – πολλήν να πιάσουμεν πλεονάζον που τον Ιούνην φέτη.
Έξι τζαι σαράντα εκατεβήκαν που το λεφορείον. Εφτά παρά τέταρτον η Αγγέλα εφόρεν το φουστάνιν με τες ρίγες τες μπλέ, το καππελλίν τζαι τες παντόφλες της δουλειάς, έτοιμη να χτυπήσει κάρταν. Πρίν με κάρτες είσιεν, με στολήν. Έντεκα δωμάτια ούλλα τζι ούλα, έκαμνες τα τζαι έφευκες. Τωρά, ως που να ξυπνήσουν οι τουρίστες κάμνουν την δουλειάν της Ευτυχίας τζαι της Μαριούς που καθαρίζαν τες σκάλες, τους διαδρόμους, τα γραφεία τζαι κάμναν τα κουτσοδούλεια. Την Μαριούν εβάλαν την εις τες μαείρισσες, της Ευτυχίας εν της ανανεώσαν το συμβόλαιον.
Οκτώ τζαι τέταρτον η Αγγέλα έμπαινεν στο πρώτον δωμάτιον. Οι αναχωρήσεις εν διπλάσια δουλειά αλλά τουλάχιστον αρκεύκουν πρωίν. Τες άλλες ημέρες τα κουτσοδούλεια τραβούν πολλές φορές ως τες 10. Έστρωσεν, έτριψεν τους αποπάτους, τα μπάνια, τες πορσελάνες.
Η Αγγέλα άλλασσει το σφογγάριν για να καθαρίζει τα ποτήρκα μες τα δωμάτια. Η Δοξούλλα πληννίσκει τα με το ίδιον που τρίφει τον απόπατον. Παίρνει εκδίκησην λαλεί για τον κότσιρον που της έφηκεν αντίν για αυτόγραφον η Ανδριανοπούλλου που ήρτεν να τραουδήσει στην γιορτήν του κατακλυσμού, για τους καπόττους που της αφήκαν χαμαί κάτι ππούστηες, για τα βρατζιά τα σκατένα των χωραΐτισσων που συνάει πριν να σαρίσει κάθε πρωΐν. Η Αγγέλα θεωρεί την πράξην της Δοξούλλας μεγάλην πουτανιάν. Παρά να ταΐσεις σκατά έστω τζαι έναν έντιμον πελάτην ελάλεν, καλλύττερα να καθαρίζεις καθημέρα το ποτήριν της μεγαλλύττερης πουτάνας.
Το σφογγάριν του αποπάτου ήταν η συνηθισμένη πολιτική συζήτηση της Αγγέλας τζαι της Δοξούλλας. Η Δοξούλλα ελάλεν ότι άμαν καταπίννεις τους κότσιρους του άλλου δίχα αντίδρασην γίνεσαι τζαι σου σκατά. Η Αγγέλα ελάλεν ότι άμαν απαντάς της πουτάνας με πουτανιάν γίνεσαι πάσσπουτανα. Η Δοξούλλα απάντα της «καλλύττερα πάσσπουτανα παρά κότσιρα». Η Αγγέλα θα της απάντησεν καμιάν πεηνταρκάν φορές ως τωρά «καλλύττερα εργάτρια σκατοπετάχτενα παρά πουτάνα».
Μιαν ημέραν ήρτεν η συζήτηση μπροστά στον Τάσον. Εν είπαν φυσικά ότι αντιπερισπασμός ήταν να σφογγάς το ποτήριν του πελάτη με το σκατόπαννον. Εμιλήσαν έτσι γεννικά. Ο Τάσος ελάλεν ότι η απάντηση στην υποτίμησην των μικροαστών εν η ταξική πάλη. Η Αγγέλα άμαν εν εκαταλάβισκεν ίντα ΄ν που της ελαούσαν έβρισσεν. Η Δοξούλλα εδίαν μέσα με την θεωρίαν της.
– Η ταξική πάλη μες το γραφείον του Τσιπούρα μυρίζει φραπεδάκια κύριε Τάσο. Η ταξική πάλη μες τους αποπάτους μυρίζει κότσιρους των χωραΐτισσων τζαι της Ανδριανοπούλου. Άμαν καθαρίζεις τα σκατά του άλλου που δεν σε σέβεται μυρίζεις κότσιρους. Η ταξική πάλη που θα σε πάρει;
– Άμαν εν να έρτει μιαν ώραν η μέρα της επανάστασης, εν να δώσει την εξουσίαν στην εργατικήν τάξην. Απάντησεν της λλίον απαξιωτικά ο Τάσος που ποττέ εν εσυνάφερνεν ξιμαροκουβέντες στην γλώσσαν του.
– Μα αφούς την εξουσίαν έσιεται την κύριε Τάσο. Έτσι είπαν εψές εις την τηλεόρασην.
Η Τούλλα με τα φεντζιάνια της Αγγέλας έβαλεν της τον Τάσον μες την κκελλέν τζι έμειναν οι χαμολιοί τζαι τα συντεχνιακά καλλημένα μες την σκέψην της. Η ιδέα του γιογιό όμως άρεσκεν της. Την ώραν που τα γύριζεν πάνω κάτω μες τον νουν της, αθθυμήθην τες κουβέντες της στετές της της Αντζιελούς Στα υστερινά της, εξαπολύθην η γλώσσα της κοτζιάκαρης, τζαι ότι μυλλωμένην κουβένταν δεν είπεν εις τα νιάτα της, είπεν την που έχασεν. «Ο άδρωπος ο σφικτόκωλος φκάλλει την γεναίκαν εις τους εφτά ουρανούς», ελάλεν η μακαρισμένη η Αντζιελού. Τα λόγια της στετές εφέρναν μες τον νουν της τα κωλομέρκα του Τάσου που ήταν σαν τες παττίσιες τες σπαρκωμένες του Ιούλη. Ο Τάσος ήταν λεβεντόκορμος. Εξήντα χρονών άθρωπος τζαι είσιεν κορμίν σκαπούλλου. Εσκέφτετουν τον νέον η Αγγέλα πας τες σκαλωσιές τζαι ρέμβαζεν σε κόσμους άλλους.
Ο Τάσος εφουμίζετουν ότι πριν να γινεί συντεχνιακός ήταν οικοδόμος, τζαι πους την συνείδησην του εσκάλισεν του την το μυστρίν τζια η σίκλαν του τσιμέττου. Πότε εφαντάζετουν τον Τάσον με δίχα φανέλλαν, μαυρισμένον που τον νήλιον να δουλεύκει την μύστραν, πότε εγυρίζαν οι δράτζιοι τζαι οι δακκαννομούττηες μες της φαντασίαν της. Οι σκέψεις τούτες εκάμναν την να ξιχάννει ότι την ώραν τζείνην εκαθάριζεν απόπατον. Έπιαεν την σίκλαν του σφογγαρίσματος σαν το ρομπότ, επόσφυξεν τον φλώκκον, εθκιάκλεισεν την με νερόν καθαρόν, τζαι την ώραν που άννοιξεν το παουρούιν με το Έυρηκα υγρόν, επετάχτην που μέσα ένα ξωτικόν σε μορφήν καπνού κότσιινου.
– Είμαι ο δούλος σου, λαλεί της το πνεύμαν, τζαι αν με ρωτήσεις, μπορώ σου απαντήσω σε μιαν ερωτήσην που κανένας δεν μπορεί να σου δώκει απαντήσην.
Η Αγγέλα αντζιελοσιάστην τζι έμπηξεν μιαν τσιριλιάν. Κανένας όμως δεν έδωσεν σημασίαν. Ενομίσαν πως ήταν κανένας εγγλέζος πρωϊνογάμης σαν τες σσιιλιάες που περνούν που του Τσιπούρας Χοτέλ Αππάρτμεντς.
– Θα εν άλλης που είσαι δούλος, λαλεί του η Αγγέλα μόλις εσυνήλθεν που το σιόκ. Άμπα τζαι είσαι δούλος της χωραΐτισσας που μου άφηκεν τες μότες της μες το σικλούιν; Τζαι να ΄χω δούλον, πως μπορώ να τον διατάξω, αφούς είμαι εγώ δούλα τους ούλους; Που την ημέραν που εγίνηκα 9 χρονών, η μάνα μου εδιόρισεν με υπεύθυνην της βούρνας τζαι που τότες εν ήβρα αντικαταστάτριαν. Η κόρη μου είπεν μου καλλύττερα πουτάνα παρά νοικοτζυρά. Επάντρεψα τους αρφούες μου, ήβρα τον Παναγιώτην να υπηρετώ. Ύστερα ενιόθην τζι ο Δημήτρης. Έπληννα τον Παναγιώτην τζι εκαθάρισα τον 30 χρόνια, εξισκάτισα θκυό κοπελλούθκια τζι έναν αγγονούιν, εσιέρωσα σιιλιάες κολλάρους τζαι μανικέττα. Ως τζαι τα σώβρακα του γιού μου τζαι του αντρός μου εσιδέρωσα τους τα για να σκωτόνουνται τα μικρόβια.. Εξιγγονίστηκα τον Παναγιώτην, ήβρα τον Τσιππούραν που θέλει τωρά να του καθαρίζω 19 δωμάτια. Τι ερώτησην να σου κάμω στοισιείον μου, που η ζωή για ότι την αρώτησα είπεν μου «σιύψε να περάσεις»;
– Αν είσαι η Αγγέλα Γεωργίου, εσέναν είμαι δούλος. Αν δεν ισκεφτείς μιαν ερώτησην σε 30 δευτερόλεπτα, θα χάσεις την ευκαιρίαν.
– Θέλω να μου πεις τι σημαίνει άμαν σου φκει χαμολιός μες το φεντζιάνιν. Επρόλαβεν να του πει η Αγγέλα πριν να φύει το στοισειόν.
– Φάτε τωρά που ΄σιει. Είπεν το πνεύμαν τζι εχάθηκεν.
Η Αγγέλα επαλάβωσεν. Ποιου να το πει τζαι να μεν την ιφκάλει πελλήν. Τζαι να καταλάβεννεν πιλέ μου τζαι τίποτε παραπάνω που ότι της είπεν η Τούλλα, στα ΄νάθθεμαν. «Φάτε τωρά που ΄σιει» ακούεις τζαι συ. Σαν να τζι άκουεν τον γιον της τον Δημήτρην που τσίππωννεν πας τον δίσκον που τες πησιίες. Έτσι εφώναζεν τζαι τζείνος, τζι εδίαν ούλλου του κόσμου να φάει.
Για να το πει όμως το πνεύμαν κάτι σημαντικόν θα είναι. Ήσιαν να ΄ρτει στον κόσμον έτσι για να πει μιαν τσιόφταν τζαι να φύει;
Εφύλαξεν το παουρούιν του υγρού μες την τσένταν της, επόσπασεν το δωμάτιον 673, τζι εκατέβηκεν εις την αποθήκην ιμίσς για να εύρει παουρούιν του Εύρηκα γεμάτον. Ήταν Τετάρτη τζαι ο Τάσος επέρναν η ώρα 9 για να πιει φραπέ στου μάστρου. Ετσάκκωσεν τον πριν να τον δει κανένανς τζαι φώναξεν τον ότι θέλει να του μιλήσει για τα συνδικαλιστικά.
– Συνάδελφε Τάσο, θωρείς του΄ν τον διάδρομον 30 μέτρα; Σήμερα πριν να έρτεις εσάρισα τον τζαι εσφογγάρισα πριν να ΄ρκέψω τες αναχωρήσεις. Μες την σύμβασην λαλεί 15 δωμάτια. Η σύμβαση όμως που υπογράφετε εν όπως την χαρτούτσιαν την βρεμένην. Που τες 16 γεναίτζες που καθαρίζουν μόνον 4 εν μόνιμες. Τες υπόλοιπες απολύουν μας στες 182 μέρες τζαι ξαναπιάννουν μας για την άλλην σεζόν. Είμαι 16 χρόνια προσωρινή, κάθε χρόνον τάσσουν μου να με προσλάβουν, αλλά γιατί να με προσλάβουν Τάσο μου αφού κάμνουν την δουλειάν τους έτσι; Λαλείς μας ότι εψηλώσαν τα ναύλα που την Ευρώπην τζαι πρέπει να κάμουμεν θυσίες. Πον να λείψει τζι άλλον το πετρόλαον που τον κόσμον ίντα θυσίες εν να μείνουν να κάμουμεν; Φέτη εν το πετρόλαον, πέρσι εν ο πόλεμος του Λιβάνου, αντιπροπέρσι ο πόλεμος του Ιράκ... Την πρώτην αύξησην εμείς οι παλιές εθυσιάσαμεν την που τον πόλεμον του Κουβέιτ.
Ήταν ήδη στον τρίτον όροφον. Ο Τάσος άκουεν τζαι δεν εμίλαν.
– Πιάννω Τάσο μου 550 λίρες τον μήναν με τα τιπς. Εν για 6 μήνες όμως μόνον. Τους άλλους 6 εν που το ανεργειακόν που πιορώνουμαι 223 λίρες τζαι 60 σέντ. Που τα ριάλια που μας κόφκουν τους 6 μήνες πιορωνούμαστιν τους άλλους 6. Που την μύλλαν μας τηανίζουν το βλατνζίν μας, τζαι η συντεχνίες λαλούν σας να μας λαλείτε πους εν ο νόμος. Ίντα νόμος εν τούτος που εψηφίσαν τζαι οι δικοί σας οι βουλευτές; Έκτος όροφος τζαι έφκαλες γλώσσαν. Εξίχασες τες σκαλωσιές. Εγώ φκαίννω τες 5 – 6 φορές την ημέραν τούτες τες σκάλες. Έλα μέσα να μεν μας ακούει κανένας τζαι θα σου πω τι μας είπεν η Λουτσία η χάουσκκιππερ. Οι κοπελλούες εν ούλλες ανάστατες.
– Πε μου συναδέλφισσα τζαι γω θα τα κανονίσω.



Την νύχταν εις τα γενέθλια η Αγγέλα έλαμπεν. Εγιάλλισεν η βούκκα της τζαι το χαμόγελον έφκαιννεν ως τα φκιά της. Τζιαμέ που έτρεμεν που την ιδέαν να ξαναδεί τον Παναγιώτην την νύχταν τούτην, δεν εφάκκαν πενιάν. Ήταν η πρώτη φορά που τον εξανασυνάνταν μετά το διαζύγιον.
Ο Παναγιώτης είσιαν να φα που πάνω του ως που την εθώρεν να ανοίει το γέλιον της όπως τον αθθόν. Η Τούλλα ήταν να σπάσει που την αγωνίαν της ως που να την ιξικόψει παράμερα να της τα πει.
– Κόρη Αγγέλα πως σου έφκην ο δράκος κόρη τζαι γελούν τα μουστάτζια σου;
– Ππούουου, να θώρες ακόμα τι γελά τζαι μέσα μου!
– Πε μου κόρη, πε μου. Έφκην σου γιογιό; Εψουψούρισεν της πονηρά η Τούλλα
– Κόρη Τούλλα, θωρείς τον Παναγιώτην ίντα χαμνόκωλος ένι; Η στετέ μου είσιεν δίκαιον ότι εν ον άντρας ο σφικτόκωλος που μπόρει να σύρει την γεναίκαν εις τους 7 ουρανούς!
Ο Παναγιώτης κάτι εκατάλαβεν ότι εμιλούσαν για λλόου του, αλλά που να φανταστεί. Ούτε τζαι τόλμησεν να κοντέψει. Τούτη η χαρά στο πρόσωπον της Αγγέλας τον ετρόμαζεν.
– Ο Τάσος!! Έφκην σου ο δράκος! Η προστασία! Είδες που δεν ιππεύτω έξω!
– Ποιός δράκος τζαι πράσινα άλογα. Χαμολιός μου έφκην Τούλλα μου. Χαμολιός έφκηκεν.
– Πέμου κόρη αφούς εν έτσι, ίνταλόις φκαίνει ο χαμολιός να ξέρω την άλλην φοράν αν ιφκεί καμιάς άλλης.
– Χαμολιός είναι πυροτεχνήματα, χρώματα, σπίριτος, παρούτιν. Ο χαμολιός έσιει γλώσσαν που πάει μακριά.
– Πε μου λεπτομέρειες τζαι εν να με σπάσεις.
– Χαμολιός δεν σημαίνει εκδίκησην. Θωρείς τον χαμνόκωλον τον Παναγιώτην. Την ημέραν του διαζυγίου έπιασεν με παράμερα να μου πει κάτι πριν να μπούμεν στο δικαστήριον. Ενόμισα πως εμετάνωσεν τζαι ξιμαύρισεν για μια στιγμήν η καρκιά μου. «Είσαι η αγάπη της ζωής μου. Καμιά άλλη γεναίκα δεν θα με αγαπήσει σαν εσέναν» είπεν μου. Επήρα πάνω μου. Ένωσα 18 χρονών, σαν την ημέραν που μου έκαμνεν κόρτες με την μοτόραν τζαι πέταν η καρκιά μου στον ουρανόν. «Είσαι όμως πολλά καλόκαρτη τζαι γω θέλω γεναίκαν με έναν αέραν πουτανιάν. Η ρουμάνα κάμνει μου τζαι πίππες, ξέρει τζαι ακροβατικά, ψαλλίθκια, πισωκολλητά. Ότι έδειξεν ο Καμασούτρα ξέρει τα. Εγλύκανα τζι εν μπόρ΄ ΄α κάμω δίχα της. Αδδέχεσαι να σ΄έχω εσέναν για την αγάπην τζαι τζείνην για τα πιπεράτα να σταματήσουμεν το διαζύγιον. Να μεν πληγώσουμεν τζαι τα μωρά τζαι να γλυτώσουμεν τζαι τα έξοδα.»
– Ω ρε τον Παναγιώτην, χαμνόκωλος μεν, το δικόν του όμως ξέρει το.
– Παρολίγον να φυρτώ. Την ώραν που με ρώτησεν ο δικαστής αν χωρίζουμεν εν κοινοί συναινέσει εν εμπορ΄ ακόμα να ΄νοιξω το στόμα μου. Εφοήθηκα άμπα τζαι στρέψω τζαι γινώ ρεζίλιν. Ο δικηγόρος μου έκαμνεν μου σημάθκια. Εζήτησεν του δικαστή να κάμει διάλειμμαν. «Η πελάτης μου είναι κάτω από συναισθηματικήν φόρτησην» είπεν του δικαστήρίου. Ένεψα του «ναι» του δικαστή τζαι τελειώσαμεν. Έμεινεν του τζαι το μισόν σπίτιν τζαι θέλει τωρά να το μοιράσουμεν ίσια μέσα τζαι με τα μωρά τζαι με το μπασταρτούιν που του σπούρτησεν η Ρουμάνα. Αν Χαμολιός εσήμαινεν εκδίκησην, τωρά δεν θα εγελούσαν τα μουστάτζια μου, τζαι του μουστάτζια του κόρη Τούλλα. Ήσιαν να νώθω πουτάνα που ξιμάρισεν το κορμίν της για να φκάλει το άχτιν της. Γράψε μες τα δευτέρκα του καφέ ότι Χαμολιός σημαίνει πολευτέρωση.»
– Εβούττησες τον Τάσον κόρη; Είδες που σου είπα τζαι δεν μου επίστευκες!
– Εβούττησα τον, εβούττησεν με. Έκαμεν με να καταλάβω επιτέλους τι θέλει να πει άμαν μας λαλεί ταξική πάλη. Είτε πουπάνω, είτε πουκάτω εν η εργατική τάξη δεν υποτάσσεται τζαι δεν υποτάσσει. Ότι κάμει κάμνει το για το κκέφιν της. Αν μεν μου έφκαιννεν χαμολιός εις το φεντζιάνιν ήσιαν να πεθάνω τζαι να νομίζω ακόμα ότι ούλλοι οι αδρώποι εν «τρεις κουγκιές τζαι ποσπαστήκαμεν». Βρέ Τούλλα, ο Τάσος έκαμεν με να νώσω γεναίκα. Έτο με θκυό λόγια να πούμεν ...
– Φάτε τωρά που ΄σιει, αναφώνησεν ο Δημήτρης τζι έκοψεν το ψουψού των κουμέρων. Φάτε πισιήες πουρέκκια σπιθκιάσιμα να γλύφετε τζαι τα δάκτυλα σας.
Ο Δημήτρης έτρωεν τζαι εδίαν τζαι των μωρών τζαι τους μεγάλους να φάσιν.
– Φάε τζαι σου θεία Τούλλα, φάε τζαι σού παπά.
– Αρέσκουν σου; Εδιάκοψεν τον η Αγγέλα.
– Εν τα καλλύττερα που έκαμες ποττέ άμμα.
– Ε! που τα τωρά τζαι να πάεις μπορείς να πααίννεις τζαι μόνος σου στου Ζορπά. Τρεις λίρες τον δίσκον πιάννεις όσα θέλεις. Ο τζαιρός που οι γεναίτζες ήταν δούλες του μαρζατζιού επέρασεν. Φέτη με πησιίες έκαμα, με πουρέκκια. Επήα τζαι ΄γόρασα τα μόλις εσκόλασα κοντά στο ξενοδοχείον.
Η Αγγέλα εδίκλεισεν τζαι είδεν την Χρύσων μες τα μμάθκια τζαι μιτσοκάμμισεν της κρυφά. Η Χρύσω έκαμεν πους εν εσυνέβαιννεν τίποτε, εχαμογέλασεν, εδίκλεισεν χαμέ τζαι στράφην στην κουζίναν τάχα να φέρει λεμονάδες. Έπιασεν έναν χαρτομάντιλον των γενεθλίων με τες καρδιούες πάνω τζαι σφόντζισεν τα μμάθκια της. Ενόμιζεν ότι τούτην την κουβένταν εν θα την άκουεν ποττέ της που την μάναν της. Εθκιάκλησεν την συγκίνησην με έναν ποτήριν λεμονάδαν κρυάν τζαι πήεν τζαι ΄πιασεν την μάναν της μες τα ΄γγάλια της.
– Μάμμα ευχαριστώ για το δώρον του μωρού, εφκαριστώ τζαι για τα μελωτά του Ζορπά που μας έφερες, αλλά τζείνα που τρώει ο Δημήτρης εν σπιθκιάσιμα. Έκατσα τζαι ΄καμα τα εψές που στράφηκα που την δουλειάν για να σου κάμω έκπληξην. Τα γοραστικά που μου ΄φερες έδωκα τα της Σβετλάνας δαμέ δίπλα να μεν τα πετάξω.
Η Αγγέλα εσιάστισεν σαν το μωρόν να πιάσει δάκτυλον, αλλά εσυγκράτησεν διακριτικά τον σιασιαρισμόν της.
– Μμ! Με αθασόκουννες παλαιχωρίτικες εν σιίλιες φορές καλλύτερα που τζείνα του Ζορπά. Για στα σιέρκα σου Χρύσω μου.
– Εν ιξέρω πόθθεν εισάγει τες κούννες ο Ορφανίδης ρε μάμμα, αλλά μου φαίνεται πολλά απίθανον να΄ν που το Παλαιχώριν.
– Όποθθεν τζαι νά ΄ναι εν τα καλλύττερα δάχτυλα που έφαα ποττέ μου!
Η Τούλλα εξιγώνιασεν πάλε την Αγγέλαν.
– Κόρη, μα έννεν εσού που εξικωλώννεσουν εψές να κάμεις πουρέκκια; Εψουψούρισεν της Αγγέλας δίχα να την ακούσει κανένας.
– Τζείνα έφαν τα ο Χαμολιός Τούλλα μου. Εδωκα τα τζαι γω της Σβετλάνας να τα πάρει στην δουλειάν. Εν να νομίζει ότι επελλάναμεν τζαι εν ιξέρουμεν τι μας γίνεται τζαι διανέμουμεν πουρέκκια μάνα τζαι κόρη.
– Τελικά έφκην σου κρυφονοικοτζυρά η Χρύσω.
– Μη κακόν του μωρού μου. Να θέλει τζαι χαμωλιούς στα πεηντατρία της. Άλλον να κάμνεις πουρέκκια γιατί εν γραμένον μες την μοίραν σου, τζαι άλλον να τα κάμνεις γιατί τα τραβά η ψυσιή σου.


Την ποιητική συλλογή "Το κόκκινο του γιασεμιού - Yasemin kirmizisi " μπορείτε να την εύρετε κατευθείαν που τον ποιητήν στο mphrisofides_παπάκι_cytanet.com.cy

Κυριακή 25 Μαρτίου 2007

Η αμαρτία του καλοήρου

Η ιστορία τούτη εν εμπνευσμένη που την έκθεσην του αρχιτέκτονα Philippe Rahm "architecture invisible" στο Παρίσιν τζαι πιο συγκεκριμένα που το κειμενούιν αυτόν (γαλλιστί)


Αν ιγράψεις www.inathos.gr θα ππέσεις πας την τελευταία λλέξην της τεχνολογίας του ίντερνετ. Μπαίνεις σε μοναστήριν του 10ου αιώνα τζαι μπορείς μάλιστα ν΄άψεις τζαι τζερίν στη χχάρην του Αγίου Ξενοφώντος στο Αγιον Όρος. Εν η πρώτη φορά στην ιστορίαν της ανθρωπότητας που γεναίκα μπόρει να μπει μες τουν την εκκλησιάν τζαι να άψει τζερίν με το ίδιον της το σιέριν.

Ο πάτερ Ιλάριος* εξηγά με μεγάλην περνιέραν ότι τα τελευταία 1000 χρόνια το μόνον θηλυκόν που μπόρεσεν να διεισδύσει στην χώραν της ασιτίας είναι η όρνιθα. Εγρειάστην να λασκάρει ο νόμος διότι οι πετεινοί δεν κάμνουσιν αυκά, τζαι με δίχα αυκά, ιδίως δίχα την ζαλατινένην ουσίαν που σταθεροποιεί την πογιάν των αγιογραφιών, οι εικόνες ξιθωρκάζουν.

Οι γεναίτζες μπορούν λοιπόν τωρά ν’άφτουν τζιερκά στον Άγιον όσα θέλουν, όσες φορές θέλουν, τζαι χωρίς να πιάνουν το ρίσκον ν’άψουν φωθκιές τζαι δαίμονες στους ταλέπορους ασκητές.

Προσέχετε όμως, όϊ τωρά να νομίσετε ότι τα σύνορα της αυτόνομης μοναστικής περιοχής εν τατσιά τρυπημένη που αφήνει να περάσει ότι ξεράσει η μοντέρνα κοινωνία. Αθθυμηθήται πως το ορθόδοξον έθνος απάντησεν παρόν στο κάλεσμαν των πατέρων εναντίον της ευρωπαϊκής ταυτότητος.

«...και εδόθη αυτώ δούναι πνεύμα τη εικόνι του θηρίου, ίνα και λαλήση η εικών του θηρίου και ποιήση ίνα όσοι εάν μη προσκυνήσωσιν τη εικόνι του θηρίου αποκτανθώσιν και ποιεί πάντας, τους μικρούς και τους μεγάλους, και τους πλουσίους και τους πτωχούς, και τους ελευθέρους και τους δούλους, ίνα δώσιν αυτοίς χάραγμα επί της χειρός αυτών της δεξιάς ή επί το μέτωπον αυτών, και ίνα μη τις δύνηται αγοράσαι ή πωλήσαι ει μη ο έχων το χάραγμα, το όνομα του θηρίο ή τον αριθμόν του ονόματος αυτού. Ώδε η σοφία εστίν ο έχων νουν ψηφισάτω τον αριθμόν του θηρίου, αριθμός γαρ ανθρώπου εστίν και ο αριθμός αυτού εξακόσιοι εξήκοντα έξ

– «Το ευαγγέλιον είναι ολοκάθαρο,» λαλεί ο γέροντας Ιλάριος, πιστός μαθητής τζαι ακολουθός της διδασκαλίας του Αγίου Πατέρα Παΐσιου. «όπως λέει η αποκάλυψις του Ιωάννου, κεφάλαιον ΙΓ’, όποιος δεν προσκυνήσει το θηρίον θα πεθάνει, και όποιος δεν έχει επάνω του σήμα του αντίχριστου, ούτε να αγοράσει θα μπορεί ούτε να πωλήσει. Γιατί η ένωση των απίστων, γιατί το Παπο–Λουθηριανόν αιρετικόν κράτος θέλει να μας επιβάλει την ταυτότηταν του 666;» διερωτάται ο καλόηρος. «Είναι διεθνής σύμβαση λεν οι υπάλληλοι του δαιμονικού έθνους. Όλοι οι bar code πρέπει να αρχίζουν απο μια διπλή γραμμή, διπλήν να έχουν και στο τέλος, διπλήν και εις την μέσην. Εντελώς τυχαία η γραμμή η διπλή είναι ο αριθμός 6. Έξι στην αρχήν, έξι στο τέλος, έξι και στην μέσην. Ας κρατήσουν οι χαζοφράγκοι τις ταυτότητες τους και ας μας αφήσουν ήσυχους. Αν η σύμβαση είναι διεθνής, το κακόν είναι ακόμα πιο μεγάλο. Μόνον όσοι αρνηθούν την ταυτότηταν του αντιχρίστου θα γίνουν δεχτοί στο αιώνιον βασίλειον του κυρίου...»


Ο ατέρμονος συνεχής χώρος του παντοτινού έαρος που επαγκοσμιοποίησεν την θερμοκρασίαν, την σχετικήν υγρασίαν τζαι την φωτεινότηταν μιας καλής ημέρας της 21ης του Μάη στο Παρίσσιν**, σταματά μαζίν με τες ταυτότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης εις την Ουρανούπολην. Τζιαμέ βρίσκεται το τελωνείον του μικρού λιμανιού που ενώνει τα 20 Μοναστήρκα με τον έξω κόσμον. Είναι κλιματιζόμενον στους 21 βαθμούς το καλοτζαίριν τζαι θερμενόμενον στους 22 τον σιειμώναν με φλορένσες που φωτίζουν 2000 lux σιειμώναν καλοτζαίριν, νύχταν τζαι μέραν.

Ένας Έλληνας ορθόδοξος ξενιτεμένος μπορεί να ξεκινήσει για προσκύνημαν κατά το καλοτζαίριν του Νοτίου ιμισφαιρίου που το κλιματιζόμενον διαμέρισμαν του στην Μελβούρνην, να μπει μες το κλιματιζόμενον ταξίν, να περάσει που το κλιματιζόμενον αεροδρόμιον εις το αεροπλάνον, στην αρκήν κλιματιζόμενον, μετά θερμενόμενον, να σταυρώσει μήκη τζαι πλάτη τζαι ωριαίες ζώνες, πάντα στην ίδιαν έντασην φωτός, στην ίδιαν θερμοκρασίαν, στην ίδιαν υγρασίαν που βρίσκουμεν τζαι στο αεροδρόμιον της Θεσαλλονίκης, στο τζίτρινον ταξίν που σε πέρνει στην στάσην των λεωφορείων, στο πούλμαν που σε παίρνει στην Ουρανούπολην. Στην Ουρανούπολην όμως τέρμαν. Η παγκοσμιοποίηση σταματά τζιαμέ που σταματούν οι άπιστοι, οι γεναίτζες τζαι οι ταυτότητες της αμαρτίας.

Τούτον το φίλτρον πον τόσον δύσκολον διαπεραστεί που τον πρόσκαιρον μεντερνισμόν, εγλύτωσεν το δάσος του Άθωνα που την μπουλντόζαν τζαι την ανάπτυξην. Οι επισκέπται, 200 την ημέραν ούλοι τζι ούλοι, προσεκτικά θκιαλεμένοι, που τους οποίους οι αλλόθρησκοι εν μπορούν να ένει παραπάνω που 10, μπορούν να ανακαλύψουν τζαι να δοξάσουν το παρθένον μεσογειακόν δάσος, ενέντζιστον τους τελευταίους 10 αιώνες.

Οι τοίσιοι των μοναστηρκών που κρέμμουμται πας τους απάτητους βράχους τζαι που γλιτώσαν τους καλοήρους που τες επιδρομές των Σαρατζιινών τζαι των σταυροφόρων, διατηρούν τα ήθη τζαι τα έθιμα χιλίων χρόνων.
Η θερμοκρασία, σε τούτον τον ανυπόταχτον τζαι άρκον περιβάλλον, κατεβαίνει τον σιειμώναν 25 βαθμούς Κελσίου κάτω που τους 21 του αειέαρος τζαι ο βορκάς τσακκίζει τα κόκκαλα όποιου τολμήσει να κυκλοφορήσει έξω. Το καλοτζαίριν εκτοξεύκεται στους 25 βαθμούς πάνω που τους 21, ο πύρουλλος κρούζει πέτρες τζαι ον νήλιος σου φακκά στο κούτελλον.

Ο δαίμων, που κανονικά θα έπρεπεν να είσιεν μείνει στην Ουρανούπολην με τες γεναίτζες, δεν αφήνει τον γέρονταν Ιλάριον ήσυχον. Μεταμφιέζετε σε βορκάν, ταπισόν σε ανεμοβροσιήν, τζαι μουσιεύκει τον άθρωπον του θεού όταν κατεβαίνει στον μόλον να γοράσει καμιάν κλάτσαν μάλλενην να περάσει τον σιειμώναν. Το πονηρόν πνεύμαν ορπίζει ότι ο καλόηρος θα θυμώσει όταν θα τρέμει που το σιόνιν τζαι τελικά, αμαρτάνων, θα βλαστημήσει προφέροντας το όνομαν του. Μα ο Ιλάριος, μέσα στα ράσα του τα τυραννισμένα που τον άνεμον, ανεβαίνει με υπομονήν το ανηφορικόν μονοπάτιν. Παρόλον τ΄αγιάζιν που του ντζίζει το κόκαλον τζαι του παραλύει τα δαχτύλια, αντιστέκεται και δεν καλεί το όνομαν του. Δεν άφηκεν καν να διαπεράσει την αγνήν του σκέψην έναν αίσθημαν λύπης για το θερμενόμενον μετρό τζαι το αδιάβροχον αυτοκίνητον της κοσμικής ζωής.

Όταν εξαναήβρεν την βράστην των πασιών τοίχων του μοναστηρκού του Ξενοφώντα, εστέγνωσεν τα μουσιεμένα του ράσα στην τσιμινιάν τζαι ετράβησεν κάτω μιαν πινιάν τσίπουρον αγιορίτικον. Άμαν εσυνήρτεν λλίον, άρκεψεν να εξηγά στον νεαρόν Κώσταν, που ήρτεν για προσκύνημαν έτσι κατασιείμωνα που την Μελβούρνην, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να βρεις την ειρήνην στην συνείδησην σου. Εξήγησεν του Κώστα που έθελεν να γινεί καλοήριν ότι η ζωή της μοναστικής λιτότητας είναι μία μεταξύ πολλών άλλων οδών προς τον Κύριον.

– «Κώστα παιδί μου, ο θεός να σε ευλογεί και το Άγιο Πνεύμα να σε φωτίσει να κάνεις την επιλογή σου. Θες να απαρνηθείς την ζεστασιά του διαμερίσματος σου και να έρθεις μαζί μας να βρεις την ζεστασιά του Κυρίου; Αν το αποφασίσεις, να ξέρεις ότι η φυγή δεν θα σε σώσει από τον πειρασμό της αμαρτίας. Θα σε κατατρέχει όπου και να πας. Αν απαρνηθείς την άνεση, να ξέρεις ότι δεν διάλεξες την πιο εύκολη οδό προς την αιώνια ζωή. Αν αφήσεις το ζεστό σου σπίτι και βρεθείς κάποτε στην κατάσταση που βρίσκομαι τώρα, δεν θα έχεις το δικαίωμα να πεις λυπούμαι που τα πόδια μου παγώνουν, η κρύα βροχή με πεθαίνει, δεν αντέχω άλλο αυτό τον καιρό του διαβόλου»

Η ίλαρη τζαι σχεδόν θηλυπρεπής φωνή του τριανταπεντάχρονου γέροντα Ιλαρίου, μόλις εξεστόμησεν τ’όνομαν του, άλλαξεν άρπα τζαι εμετατράπην σε άρκαν αδρωπινήν φωνήν θυμωμένην.

– «Και τώρα φύγε από μπροστά μου υιέ της αμαρτίας. Ποίο πνεύμα σε έφερε στον δρόμο μου και με έκανες να βλασφημήσω. Από σήμερα και στο εξής, να κάνεις 1001 μετάνοιες αν θέλεις να συχωρεθείς που παρέσυρες άνθρωπο του θεού να αμαρτήσει και παραπονεθεί που του πάγωσαν τα πόδια. Απο το αμαρτωλό διαμέρισμα σου να ανάβεις ένα κερί κάθε μέρα στο όνομα του Αγίου Ξενοφώντος, και να στέλνεις σαν απόδειξη ένα email στον γέροντα Αθανάσιο του τμήματος πληροφορικής του μοναστηρίου. Στο χιλιοστόν πρώτον μήνυμα, ο θεός θα σε συγχωρέσει.»

Ο Κώστας, απορημένος, έπιαεν την στράταν να στραφεί πίσω στην Ουρανούπολη.

Ο Αγιος Ξενοφώντας λαμβάνει καθημερίς έναν ψηφιακόν τζιερίν ονλάϊν εκ μέρους του Κώστα που την Μελβούρνην για να τον ισσυχχωρίσει που παράσειρεν τον γέρονταν στην βλασφημίαν.

Ο Άγιος λαμβάνει επίσης έναν πραγματικόν τζερίν τζαι μιαν προσευχήν που το τζιελλίν του Ιλάριου για να τον ισσιχχωρήσει που έμπην εις τον πειρασμόν να ποθήσει τον σκάπουλλον που την Μελβούρνην.

* Τα ονόματα που χρησημοποιούνται είναι φανταστικά. Άν υπάρξει καμιά διαβολική σύμπτωση, δεν έχει γίνει σκόπιμα.

** Ο ατέρμονος συνεχής χώρος του παντοτινού έαρος που εδημιούργησεν τεχνιτά ο άνθρωπος για να κουρρώννει μέσα, εστοίχισεν στην ανθρωπότηταν, και όχι μόνον, το 1/3 του φαινομένου του θερμοκηπίου, το 1/3 της τρύπας του όζοντος τζαι το 1/3 των υδρογονανθράκων που έκρουσεν μέχρι σήμερα (δηλαδή των μισών αποθεμάτων που εδιέθετεν η υφήλιος).