Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

 Ξαναπιάννω το μπλογκ.



 

Η τοξικότητα που τζ̆υλά μέσα στο σκρόλ τούτης της κατάστασης εκατάντησεν να σου αλλοιώννει την διάθεσην, να σε παραπλανεί σε μονοπάθκια που απαντούν στην λογικήν ενός αλγόριθμου του οποίου κύριον κριτήριον είναι πόσην διαφήμισην θα πουλήσει τζ̆αι όχι που γουστάρεις να ενημερωθείς. Παλιά στα μπλογκς εσύ αποφάσιζες τι θέλεις να θκιαβάσεις. Εφάαν τα.

 

Να κάμνεις ψυχαναγκαστικά τζ̆ύλι τζ̆ύλι την οθονούαν σου σε αυτήν την αισθησιακήν» κίνησην πάνω στο φετίχ πατσαρικούϊν τζ̆αι να παρακουλουθά τί γράφεις, πού κάμνεις κλικ, είντα τόπον είσαι, σε ποιαν δικτυωμένην συσκευήν είσαι κοντά, σε ποιόν μαχαζίν έμπης, που έκαμες λάϊκ τζ̆αι ποιού χαχχανούθκια ή δακρυκούθκια για να σου σύρνει την διαφήμισην που πρέπει μεταξύ δύο αναρτήσεων αυτών που σου εβάφτησεν για φίλους τζ̆αι αποφάσισεν να σου φέρει πρώτον τραπέζιν πίσταν (που τους 1000 που έσ̆εις θα δεις 30 την ημέραν, 30 που αποφάσισεν ο αλγόριθμος).

 

Ότι κόψει ο νους του κάθε νου να είναι ισοδύναμον με αποφάσεις του κοινοβουλίου, ο κάθε άσχετος να μιλά του προέδρου σαν να τζ̆αι εν κουμπάρος του ή ένας γάρος του δρόμου τζ̆αι να θεωρείται πολιτική κριτική. Να σου βάλλουν το μωρόν που σαρίζει τα γυαλιά του μαχαζιού του παπά του τζ̆αι να μετρούν πουκάτω τα λάϊκ να απαυλίνουν την μοναξιάν τους παραβιάζοντας κάθε νομοθεσίαν για έκθεσην των μωρών σε δημόσιαν θέαν. Να σου βάλλουν σε απευθείας μετάδοσην τον άθρωπον να πνίεται τζ̆αι να μεν βουττά ένας να τον σώσει χωρίς να σκέφτουνται ότι έσ̆ει δικούς, μάναν, αγαπητιτζ̆ιάν ή αγαπητικόν πον να τα δεί. Να φκαίννει ο κάθε βλάκας τζ̆αι να σύρνει για ατάκες ψεύτικες πληροφορίες που κυκλοφορά η ακροδεξιά κακόβουλη προπαγάνδα. Όι κανεί.

 

Είναι έναν τοξικό σύστημα που σε αλλάσσει. Εγώ θέλω να αποφασίζω τί θα θκιαβάζω. Που ποδά τζ̆αι δά θα προσπαθήσω να γράφω δαμαί τζ̆αι να το διαφημήζω ποτζ̆εί. Δεν είναι εύκολον όμως, διότι άμαν δεν συμμετέχεις μες το βλακώδες σύστημαν των λάικ τζ̆αι των σ̆έαρ κάμνει σου σ̆άτοου μπαν τζ̆αι δεν σε φκάλλει μπροστά να πεις θα κάμνεις διαφήμησην των γραφτών σου που το σκρόλ του.

 

Σκέφτουμαι κάθε θέμαν που φκάλλω τες Παρασκευάες στον Άστρα να το κάμνω τζ̆αι γραπτά δαμαί για να μεν θέλει να επεκτείνομαι στες λεπτομέρειες που εν παρπατούν ραδιοφωνικά.

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Να σας γνωρίσω τους φίλους μου 2: oγράτζ̆οι τζ̆αι γυρίνοι.



 Η φωτογραφία μεγαλώννει με έναν κλικ

Εξεκίνησα να γράφω για τους φίλους μου τους μέσα. Για το "φιλόδεντρον που εφημερεύει" στο σαλόνι μου κατ΄ακρίβεια. Αλλά είσ̆εν τόσον ωραίον τζ̆αιρόν σήμμερα που έφκηκα έξω τζ̆αι εσυνάντησα τους φίλους μου τους έξω. Αφούς το φιλόδεντρον εφημερεύει, όπως εφημερεύει τόσα χρόνια τζ̆αι διά μιαν άλλην αισθητικήν στην μελαγχολίαν τζ̆αι στην μοναξιάν, να το αφήκω για άλλον κείμενον, διότι οι φιλοι πον να σας παρουσιάσω σήμμερα αλλάσσουν μέραν με την ημέραν. 


Όταν σας μιλώ για μοναξιάν, μεν νομίζεται πως σας μιλά κανένας κακομάζαλος ερημήτης. Η σ̆ειρόττερη μοναξιά εν μες σε κακές συντροφκιές ή ακόμα σ̆ειρόττερα, μες την πολλοκοσμίαν με την οποίαν δεν έσ̆ει το πλάσμαν να πει τίποτε. Φίλον ονομάζω τζ̆αι συντροφκιάν, έναν πλάσμαν που έσ̆ει να μου πεί κάτι να μάθω, κάτι να αισθανθώ.

 

Πέρσυ εκαρτέρουν τους τζ̆ι έν ήρτασιν. Μιλώ για τους ογράκους που έρκουνται τα τελευταία χρόνια τζ̆αι γεννοβολούσιν μες την κολύμπαν που έκαμα για ότι ζωντανόν χρειάζεται νερόν στην γειτονιάν να έρκεται να σερβίρεται τζ̆αι να κόφκουμεν τζ̆αι καμιάν κουβένταν. Οι υδροβιότοποι λλιανίσκουν τζ̆αι στες γειτονιές μου. Ενόμισα ότι εν θα έρκουνταν ούτε φέτη. Άμαν κάμνεις διάλογον με την βιοδιαφορετικότηταν στο ιμιάγριον, ιμιήμερον περιβάλλον, οι ξένοι σου ότι θέλουν κάμνουν. Για μέναν τούτος ο διάλογος εν η χαρά. Να παρακολουθώ πως αντιδρούσιν στες διάφορες επεμβάσεις που κάμνω στον κήπον ή στο χωράφιν. Εν έναν είδος διαλόγου που σου μαθαίννει πολλά για τον κόσμον τους, για τον κόσμον σου.

 

Μες τον υδροβιότοπον που έφτιαξα, μετά που έβαλα μερικά ιθαγενή φυτά, άφηκα τον κόσμον που θέλει να έρτει να ρτει. Δεν έβαλα σ̆ελωνούες ή χρυσόψαρα. Έβαλες χρυσόψαρα μες το νερόν τίποτε άλλον δεν θα έρτει. Το ίδιον τζ̆αι με τες σ̆ελώνες. Άσε δε που οι σ̆ελώνες διαφεύγουν τζ̆ιόλας τζ̆αι άμαν καταλήξουν στην άγριαν φύση μπορεί να εξολοθρέψουν ολόκληρον βιοσύστημαν που καταβροχθίζουν τα πάντα, δεν έχουν θηρευτές τζ̆αι δεν έχουν ξίλημμαν άμαν πολλαπλασιαστούσιν. Ολόκληρον βάλτον στο Jussy κοντά στην Γενεύην εκάμαν τον βασίλειον τους τζ̆αι εξολοθρέψαν τα πάντα. Οι αχάπαροι από ζωήν pet lovers που εγοράσαν σ̆ελωνούες στα μπάσταρτα τους, μετά που τες εβαρεθήκαν ελυπηθήκαν τες να τες σύρουν του αποπάτου να ποσπάζουνται τζ̆είνες που τα βάσανα, να ποσπάζουνται τζ̆αι τζ̆είνοι που τους πελάες, τζ̆ι επήραν τες να τες αφήσουν ελεύθερες στην φύσην… Καταλαβαίνετε τί ακολούθησεν…

 

Στον υδροβιότοπον μου εμέναν τα πρώτα που ήρτασιν ήταν δύο είδη καραόλων που ήταν πας τα φυτά που εκουβάλησα για προζύμιν. Ντόπιοι οι καραόλοι, διότι τα φυτά έπιασα τα που την Κλερ Λιζ, που δεν θά έκαμνεν ποττέ το “αμάρτημαν” να νεκατώσει το γενετικόν υλικόν των Άλπεων με εξωτικά φυτά η ζωΐφια που κουβαλούν τα πέτ σ̆ιόπ.Τα πέτ σ̆ιόπ είναι τόποι αηδίας για μέναν. Είναι τζ̆ειαμαί που συναται η αγορά με την έλλειψην τρυφεράδας με την μοναξιάν του σύχρονου κόσμου. Όπου συνταντάται η αγορά, το κίνητρον κέρδους δηλαδή, με την ζωήν γεννά δυστυχίαν. Αρωτάτε ότι επέρασεν που πετ σ̆ιοπ τζ̆αι θα σας πει. Αν καταλάβετε δηλαδή την γλώσσαν του χτηνού.

 

Με τους καραόλους ήρτασιν τζ̆αι Νωτονέκτες (εν κάτι έντομα του νερού που κωλυμπούν πισινήν λαλεί το τζ̆αι το όνομαν τους notonecta, που κωλυμπά με τα νώτα). Δεν ξέρω αν επετησαν που άλλην κολύμπαν ή αν ήρταν τ΄αυκά τους πας τα φυτά που κουβάλησα, ήρταν πάντως που τον πρώτον χρόνον. Τα βιβλία βιολογίας λαλούσιν ότι παρόλον που εν κολυμβητές, άμαν πολλήνουν πολλά σε μιαν κολύμπαν, μπόρουν τζ̆αι πετουσιν να παν να έβρουν αλλού νερόν. Εν όπως τους νέους επιστήμονες, ειδικά στην Κύπρον, που αν δεν φκάλουν φτερά παρόλον που δεν θα το θέλασιν, θα τους φάσιν τα αρπαχτικά που κρατούν τες θέσεις. Οι νωτονέκτες μου δεν αφήνουν σκνήπαν να σταυρώσει. Δεν έχω σκνήπες χάρη στους νωτονέκτες, στες λιβελούλες τζ̆αι σε κάτι μισ̆ιαρούς του νερού που τους λαλούμεν δακάτω triton. Τρίτωνες δηλαδή. Τζ̆αι τα τρία είδη είναι πραγματικοί εξολοθρευτές άλλων εντόμων. Οι προνύμφες της λιβελούλης, (αεροπλανούθκια τες εβαφτήσαμεν που είμαστιν μιτσ̆οί διότι κανένας δεν μας είπεν τί όνομαν έχουν στην γλώσσαν μας) εν το ίδιον αρπαχτικά, όσον τζ̆αι τα πετούμενα.

 

Έκατσα πάνω που ώραν σήμερα τζ̆αι επαρακολούθουν τι ζ̆εί μες την κολύμπαν. Δεν ξέρω γιατί μου ήρτεν το ποίημαν του Ελύτη. Εν συνηρμός που που το φιλόδεντρον που εσυνομίλουν με τους φίλους μου τους μέσα; Εν ήρτεν όμως το Άξιον εστι. Εν η πρωτομαγιά που ήρτεν, που “το ημερολόγιον ενός αθέατου Απριλίου” του 1984.

 

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω:

 

Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη

 

ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας

 

οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά

 

και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα

 

ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα

 

τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες

 

λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

 

Θα λεγες, έτοιμα όλα τους να παν

 

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη

 

Έφυγα που τες οθονες να ξεφύγω που τον χορόν των μεταμφιεσμένων του Άδη τζ̆αι κατατρέχουν την σκέψην μου μέχρι τζ̆αι το τελευταίον μου καταφύγιον. Μες την σκέψην όμως εν πιο υποφερτοί παρά να τους θωρείς αυτοπροσώπως. 

 

Τζ̆αι έτσι όπως εκάθουμουν ακίνητος για ώραν τζ̆αι βάλε, 

 

Βρεκεκέξ κουάξ κουάξ 


λαλεί μου ο όγρακος που την προηγούμενην νύχταν εγεννοβόλησεν τες ταντέλλες με σπορούθκια ζωής που θωρείτε πας την φωτογραφίαν που έφκαλα να μοιραστω με όποιον του αρέσκει τζ̆αι θκιαβάζει τα γραφτά μου. Έκατσα αλλότοσην ώραν να συνομιλώ με τους φίλους μου χωρίς να σκέφτουμε τους μισταρκούς του Άδη, ή τα παιδκιά της νύχτας, τους ψέφτες ή τους κλέφτες.




φωτογραφία του ίδιου υδροβιότοπου παγωμένου, λλίες ημέρες πριν να αρκέψει ο τελευταίος θερμός τζ̆αι ψυχρός ταυτόχρονα πόλεμος.


Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Να σας γνωρίσω τους φίλους μου. O Πέμπτης.






 

Έχω θκυό κατηγορίες φίλους. Τους έσσω τζ̆αι τους μέσα. Για τους έξω έγραψα κατά διαστήματα, για τους έσσω δεν έτυχεν.

 

Αρκέφκω με τον Πέμπτην. Έφκαλα τον έτσι για να μου αθθυμίζει μιαν Παρασκευήν τζ̆αι κάτι ώρες χαράς, κάτι φόρμες κάλλους, κάτι στιγμές αγάπης. Δεν είναι ζωή να ζεις κλεισμένος στο παρελθόν ή εξαϋλωμένος στο μέλλον. Εν που τον Όμηρον που οι αθρώποι εκαταλάβαν πόσον κατάρα είναι να μεν ζεις το παρόν τζ̆αι να του διαφεύγεις αφήννοντας την ίδιαν την ζωήν να σου διαφεύγει. Η Οδύσσεια η ίδια εν η το καλλιτεχνικόν αριστούργημαν αυτής της φιλοσοφικής στάσης. Ο Οδυσσέας αρνήθην να μείνει στον Άδην με την μάναν του, τους φίλους του τα πλάσματα που πολλά αγάπησεν στο παρελθόν, όπως αρνήθην τζ̆αι το ξάστερον μέλλον μες στ΄αγγάλλια της Καλυψούς, που του έταξεν την αιώνιαν ζωήν να τον έσ̆ει κοντά της για πάντα. Την αιώνιαν ζωήν τί να την έκαμνεν ο Οδυσσέας, αφους τζ̆αι οι θεοί που την είχαν, επεθανίσκαν που ανίαν τζ̆αι ψάχναν την πιπεράτην στιγμήν του παρόντος να ερωτεύκουνται με τους θνητούς; 

 

Όχι δεν έχω διάθεσην να ζώ μες την κατάραν, μες την Οδύσσειαν να ψάχνω το παρόν να πετάσσουμαι που το παρελθόν στο μέλλον τζ̆αι που το μέλλον στο παρελθόν, όπως κάμνει σήμμερα η αριστερά στον κόσμον τζ̆αι ιδίως στην Κύπρον. Παίζοντας με τον Πέμπτην μου, δεν μεινίσκω κλειδωμένος μες τα περασμένα της περασμένης Παρασκευής μου. Παίζω με τον Πέμπτην του τωρά, αναστορώντας, που λαλούν τζ̆αι οι Κρητικοί, τα καλά της περασμένης μου Παρασκευής. Για να μαθαίννω, για να προσέχω, για ονειρεύκουμε. Γιατί η Παρασ̆σ̆ευκή πον νάρτει, πο λάλεν τζ̆αι η στετέ μου η Γριστινού, μπορεί να τζ̆΄η καλλύττερη σου μέρα. 

 

Τωρά όμως, τωρά, εν ο Πέμπτης. Ο Πέμπτης της μοναξ̆ιάς, ο Πέμπτης της γλυτζ̆ιάς μελαγχολίας. Ο Πέμπτης του πολέμου στην Ρωσσίαν. Ο Πέμπτης εν έναν φυλλούιν που έππεσεν που την Παρασκεύήν, έναν πασ̆σ̆ύφυλλον που εκουβάλησα που μιαν ανεμοδαρμένην τζ̆αι λιοπυρωμένην ταρράτσαν στην Σαντορίνην. Άμα ππέσει φύλλον τούτου του πασ̆ύφυτου πάνω σε χώμαν, έσ̆ει την ιδιότηταν να φκάλλει ρίζαν τζ̆αι κλωνούιν. Που τζ̆ειαμαί εγεννήθην ο Πέμπτης τυχαία. Τζ̆αι όταν από περιέργειαν έθελα να τον φυτέψω να δώ τί θα κάμει, έν είχα γλαστρούν. Έτυχεν τζ̆είνην την ημέραν να φάω κάτι ωραία τσαρτέλλια του ττενεκκουθκιού με τα λουφκιά τα βραστά. Έπιασα λλίον χώμαν που την Παρασκευήν που είναι σε έναν πιο μεγάλον ττενεκκούδιν ελαιολάδου “Βιοαρμονία” τζ̆αι έκατσα το φυλλούδιν με την ρίζαν πάνω. Εγίνην φυτόν αυτόνομον ο Πέμπτης, τζ̆αι έσ̆εί τον δικόν του χαραχτήραν. Με το λλίον χώμαν που του έτυχεν καταφέρνει να συνθέτει με τον νήλλιον, έκατσεν του φαίνεται ο τόπος καλλύττερα που της Παρασκευής τζ̆αι είναι απίστευτόν πόσον εμεγάλωσεν όμορφα τζ̆αι αρμονικά. Τζ̆αι το κάδρον του εν επίσης προϊόν της τύχης. Είσ̆ιεν πεταξούμενον έναν σχολικόν έργον της κόρης μου τζ̆ειαμαί δίπλα για τζ̆αιρόν πολλήν, τζ̆αι έππεσεν κάτω τζ̆ι ετσακκίστην. Ούτε αθθυμούμαι τί είσ̆ειν πάνω που την έβαλεν να σχεδιάσει η δασκάλα. Έπιασα το κάδρον τζ̆αι έβαλα το του Πέμπτη μου να μεν τον σιμπουρκά με την χούβερ η κοπέλλα που έρκεται τζ̆αι καθαρίζει το σπίτιν. Που τότες σέβεται τον τζ̆αι προσέχει τον διότι εκατάλαβεν ότι ο Πέμπτης είναι αξιόλογον άτομον. Χωρίς τες πληγές της χούβερ επήρεν πάνω του τζ̆αι θέλει να πεταχτεί τζ̆αι έξω που το κάδρον.

 

Το ττενεκκούιν όμως των τσαρτελιών αθθυμίζει του τα όρια του, άλλον χώμαν έν έσ̆ει, πρόσεχε Πέμπτη τί ανάπτυξην θα κάμεις, να μεν πάθεις σαν τον Καπιταλισμόν που εσκότωσεν την υλικήν του βάσην τζ̆αι βουρά τωρά τζ̆αι περιπάιζει τον κόσμον πους εν να κάμει πράσινην ανάπτυξην να διορθώσει την ύβρην του προς την γεωσφαίραν που τον ανάγιωσεν. Ο Πέμπτης φαίνεται να τα καταφέρνει καλλύττερα που τον καπιταλισμόν. Με πόλεμον θέλει να κάμει κανενού για να διαχειριστεί την υλικήν του βάσην, με μίσος να καλλιεργήσει για να φάει παραπάνω που τους νικημένους. Μετρά απλά τι μπορεί να του προσφέρει η υλική του βάση, έναν τενεκκούιν της τσαρτέλλας χώμαν, τζ̆αι αννοίει τα φύλλα του να απολαύσει τον νήλλιον ανάλλογα. Τζ̆αι άμαν νώσει ότι δεν τον σηκώννει το χώμαν να κάμει φύλλα παραπάνω, σ̆ιέρεται τα τζ̆είνα που σ̆ιει.

 

Αυτήν την ιδεολογίαν ο Πέμπτης μου, κουβαλεί την που την Παρασκευήν μου, που εν το πιο όμορφον, το πιο έξυπνον τζ̆αι το πιο ευαίσθητον πλάσμαν που αγάπησα στην ζωήν μου. Αυτός είναι ο Πέμπτης του παρόντος μου, τζ̆αι πίσω που το κάδρον, μια άννοιξη σ̆ιονισμένη.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Γη απείραχτη

 

Μέσα σε τούτον το απέραντον παζάριν, ακόμα τζ̆αι το χώμαν εγίνην προϊόν να του καθορίζει την τιμήν η αγορά.

 

Οι φιλελεύθεροι οικολόγοι, που θεωρούν ότι η αγορά “με το σωστό περιεχόμενο” θα σώσει την γην με πράσινην ανάπτυξην, πράσινες επενδύσεις, πράσινα κοντράτα, θα έθελα να μου εξηγήσουν τί αξίαν διούν οι νόμοι της σε αυτόν το βουνάριν το χώμαν στην φωτογραφίαν κάπου στα κοτσ̆ινοχώρκα. 

 

Το χώμαν άτε εν τόσα εβρά το αυτοκίνητον.  Στο χωράφιν που ετιτσιρώσαν για να φκάλουν το εμπόρεύμαν τί αξίαν διά η αγορά; Τζ̆αι τί αξίαν έσ̆ει τούτη η αξία;

 

Εντάξει θα σου πουν, έχει νόμους που βάλλουν όρια στην οικονομικήν ανάπτυξην άμα πειράζεται πολλά το περιβάλλον. Μα είντα αγορά είναι άμα θέλει κράτος να την ρυθμίζει. Τι νόμος εν το θεσφάτον της προσφοράς τζ̆αι της ζήτησης; Που τελειώννει ο νόμος τζ̆αι που ξεκινά η ρύθμιση;

 

Το κείμενο τούτο δεν θα το γράψω για να πω πόσον χάζιν κάμνω με τους θρησκευόμενους της οικονομίας της αγοράς, πράσινους, ροζ, γαλάζιους ή μαύρους, γράφω το για να πω πόσο θλίβομαι να βλέπω την ασυδοσία του καπιταλισμού στην Κύπρο που τίποτε δεν σέβεται. Στα χρόνια των θρησκειών, τα σοβαρά για την ζωήν των ανθρώπων, σωστά η λάθος αξιολογημένα, εταξινόμαν τα η κοινωνία τους στην κατηγορίαν των ιερών τζ̆αι κανένας άνθρωπος, κανέναν εμπόριον, κανέναν αλίσ̆ι βερίσ̆ι δεν εμπόριεν να τα ντζ̆ίσει.

 

Έναν απείραχτον έδαφος, έσ̆ει μέσα ζωήν. Επειδή λλίοι εκάτσαν να την μελετήσουν κανένας ατζ̆έττης της αγοράς δεν πεϊντίζει την αξίαν της. Χωρίς γαιοσκώληκες, χωρίς βακτηρίδια, χωρίς μύκητες, μια γή πεθαμμένη γίνενται τάκκος. Δεν αερίζεται. Ιδίως το κοτσ̆ινόχωμα τζ̆αι κάθε αργιλώδες έδαφος, κόννος που λαλούμεν. Για να ξαναγινεί το οικοσύστημαν του εδάφους άμα το πειράξεις θέλει 500 χρόνια. Ετιτσιρώσαν τα μισά κοτσ̆ινοχώραφα για να κάμουν κήπους των ξενοδοχείων πας τα κάκκαφα. Πάαιννε να φυτέψεις δεντρά στο τιτσιρωμένον χωράφι που του αφήκαν 10, 20, 30 πόντους χώμα. 10-20 πόντους παράγει κιρτάριν, 30 πόντους μπορεί να κάμεις τζ̆αι πατατερόν με πολλήν νίτρον τζ̆αι φωσφόρον. Δεντρά όμως; Οι επόμενες γενιές που θα κληρονομήσουν το τιτσιρωμένον χωράφιν, εκτός που δεν πρόκειται να ξανάβρουν κοτσ̆ινόχωμαν να γεμώσουν τον λούκκον, θα θέλει αιώνες για να ξαναδούν βιοσύστημαν απείραχτης γης μέσα.

 

Ούλλες τούτες τες αμετάκλητες αλλαγές που φέρνει η οικονομική δραστηριότητα εν με πολιτικές αποφάσεις που αποτρέπονται άμα εν ανεπιθύμητες για τον ανθρώπινον πολιτισμόν. Καμιά αγορά δεν έχει την παραμικρήν λύσην να προσφέρει. Άρα εν η δημοκρατία που θα δώσει τες κοινωνικές συναινέσεις να αφαιρέσει το “δικαίωμαν” που τζ̆είνον που κρατεί το κοτσ̆ιάνιν να κάμει ότι θέλει. Άσε που στην Κύπρο τζ̆αι νόμους να έχει λλία αλλάσσουν. Παλιά μιαν τσένταν αγγούρκα έκλεφτες που το ποστάνιν του άλλου, άρπασσε σε ο Τουρκόπουλλος. Τωρά τιτσιρώννουν έναν χωράφιν που το κοτσ̆ινόχωμαν του τζ̆αι την ζωήν του, κανένας εν τους είδεν να εφαρμόσει τον νόμον, να προστατέψει τον εθνικόν πλούτον. Φτέρη ολόκληρα φορτώνουν τα πας τα φορτηκά να πουλήσουν την χαβάραν, εξαφανίζοντας χλωρίδαν τζ̆αι πανίδαν που έζ̆εν πάνω χωρίς να δρώσει το φτιν κανενού μουχτάρη. Δεν είναι μόνον το λαϊκιστικόν να σσιωπά για να εν αρεστός τζ̆αι να τον ξαναψηφίζουν, κατά βάθος θεωρεί δίκαιον να “αξιο”ποιήσει κάποιος το μάλιν του.

 

Ποιόν μάλιν του βρε γάρε μουχτάρη, βρε γάρε ιδιοκτήτη, βρε γάρε που νομίζεις ότι οικονομία είναι άπου αρπάξει; Κοτσ̆ιάνιν σημαίνει δανείζει σου η προηγούμενη γενιά έναν προνόμιον πας έναν κομμάτιν γην να ζήσεις πάνω της τζ̆αι να την παραδώσεις στην επόμενην γενιάν. Να την παραδώσεις στην επόμενην γενιάν. Τζ̆αι αν αγαπάς την επόμενην γενιάν, (“αχ τα παιδάκια μου”), θα την παραδώσεις καλλύττερην, όι τιτσίρικην, να πουλήσεις το χώμαν να γοράσεις μερσεντές.

 

Η γη η απείραχτη εν γη ιερή. Αλλά πουν την πνευματικότηταν των ανθρώπων να την εβλοήσει; Αφούτις ο αγιασμός των ρασοφόρων δεν κανεί καν για να εβλοήσουν τα όπλα τους, τα στρατόπεδα τους, τα συρματομπλέγματα τους, τα αγάλματα όσον πέμπουν στον τάφον...

 

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα, και βγάζει η γης το πρώτο της κυκλάμυνο… Έγραφεν τα ο Γκάτσος που το 76, εμελοποίαν τα ο Χατζ̆ιδάκης, ετραούδαν τα η Φαραντούρη, αλλά ποιός άκουσεν; Ποιός ακούει. Αφού το δάσος θα καεί.



Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Άλλος ένα γύρος συνομιλιών

 


Αν εβρέθετουν η Καλλιόπη μες στο αεροπλάνον που εστρέφετουν που την Γενεύην, είτε το Ελληνικόν, είτε το Τούρτζ̆ικον, είσ̆αν να τους πει τα ίδια που την άκουσεν ο Ησίοδος να λαλεί τους ματσουκάρηες που αντιπάθαν:

 

« ποιμένες γραυλοικάκ λέγχεα, γαστέρες οον» 

 

Μπορεί να παραξενεύκεστε που βάλλω αρχαία μες το κείμενον μου αφού πάντα γράφω διάλεκτον. Είναι που θαρκέστε πους δεν ιξέρετε αρχαία. Μητρική σας γλώσσα όμως εν η Κυπριακή Ελληνική! Άρα ξέρετε χωρίς να το ξέρετε! Κυπριακά τζ̆αι αρχαία ελληνικά το  ίδιον είναι, τζ̆αι θα σας το αποδείξω. Είναι δηλωμένον τζ̆αι που υπουργόν. Όπως εδήλωσεν επισήμως η υπουργάρα της παιδείας, η γλώσσα που μιλούν οι Κυπραίοι έρκεται κατ΄ εύθείας που την αρχαίαν. Τζ̆αι τα ρητοριλλίκκια έχουν βάσην! Οι  άλουτοι τζ̆αι οι αχτένιστοι που διαδηλώννουν «ως δαμέ διχοτόμησην» θα έπρεπεν να γνωρίζουν κατά τον υπουργον ότι έστω τζ̆αι ανορθόγραφα, διαλαλούν στους δρόμους όπως το κόμμαν του: «η Κύπρος είναι Ελληνική». «Ώς δαμέ» τζ̆αι που μόνον του φωνάζει «η Κύπρος είναι Ελληνική». Από την στιγμήν που τζ̆αι το «ως» τζ̆αι το «δαμαί», με άλφα γιώτα βέβαια όπως εν το σωστόν, έρκουνται κατ΄ευθείας που τα αρχαία, επιβεβαιώννει το πολιτικόν φαντασιακόν του υπουργού περί γλώσσης. 

 

Πάμεν λοιπόν.

 

Ποιμένες. Ως δαμέ καταλάβετε: Ματσουκάρηες, βοσ̆σ̆οί, αιγοπροβατοτρόφοι. Ο ποιμήν του ποιμένος. Ο που πάει ομπρός τζ̆αι ακολουθούν κουέλλες τζ̆αι αίγες.

 

Τζ̆αι οι αίγες, όσοι από εσάς ακολουθείτε ποιμένας, από την Θεογονίαν του Ησιόδου φκαίννετε. Η αιξ της αιγός. Τζ̆αι λαλούμεν «υπό την αιγίδαν». Αν μεν ήταν η αιξ η Αμάλθεια, ούτε ποιμένας ήσ̆αν να ’σ̆εί, ούτε ποίμνια να ακολουθούν. Ούτε καν Γριστούς ήταν να ’σ̆ει ούτε Παναΐες, διότι τζ̆αι τζ̆είνοι υστεροφανούσιμοι του Δία είναι. Όσοι αμαθείς δεν το ξέρουν, εν η Αμάλθεια που ήταν η τροφός του Διός. Που το τζ̆έρρατον της έφκαλλεν τζ̆είνον που ετράβαν η ψυσ̆ή του θεουθκιού να τρώει να ως που να γινεί θεός να πα να καθαρίσει τον τζ̆ύρην του τον Κρόνον που έτρωεν τα παιδκιά του τζ̆αι να ποσπάζεται τζ̆αι τζ̆είνος τζ̆αι η Γαία η μάνα του που την πατριαρχίαν. 

 

Η αιξ εν περίτου που το προλεταριάτον. Ότι χρήσιμον έσ̆ει πάνω της, θα του κάμουν χρήσην τζ̆αι οι θεοί τζ̆αι οι αθρώποι. Ακόμα τζ̆αι που ήρτεν η ώρα της Αμάλθειας τζ̆αι εψόφησεν, πριν να την κάμουν τσαμαρέλλαν, εν που την πετσ̆ιάν της που έκαμεν ασπίδαν ο Ζευς, για να λαλούν οι θνητοί μέχρι σήμμερα «υπό την αιγίδαν». Που μιάν αίγαν εκρέμμετουν η τύχη όσων ακολουθήσαμεν, τζ̆αι θεοί τζ̆αι αθρώποι. Αν μεν εβρέθετουν η Αμάλθεια, ο Κρόνος ήσ̆αν να τρώει κόμα τα παιδκιά του πριν να φτάσουν να ζήσουν. Πιλέ μου τωρά, χάρη στην Αμάλθειαν τζ̆αι τον Δίαν, τζ̆αι θνητούς τζ̆αι θεούς, αντίς να μας φάει ο Κρόνος, ο χρόνος που μας τρώει αφήννει μας να ζήσουμεν τζ̆αι μιαν ζωήν να γευτούμεν τες χαρές της.

 

«Ποιμένες άγραυλοι», είπεν η Μούσα που τους επροσφώνησεν. Τζ̆αι αγρός ιξέρετε ίνταν πο νι. Αφούς εν είδος αρχαίων ελληνικών που μιλά η Κύπρος. Ξέρετε τζ̆αι την λέξην αυλή. Άγραυλοι φαίνεται σας παράξενον, αλλά κυπριακή διάλεκτος είναι λοιπόν τζ̆αι τούτη. Τωρά εν πλεονασμός να πεις τζ̆αι ποιμήν τζ̆αι άγραυλος. Ο μακαρίτης ο Μαυράτσας έγραψεν τζ̆αι βιβλίον με παρόμοιον τίτλον. Σε τελευταίαν ανάλυσην, εν που τον τζ̆αιρόν της Καλλιόπης, της Κλειούς, της Ευτέρπης, της Μελπομένης, της Πολυμνούς, που να πεις του άλλου άγραυλε εν τζ̆αι ππέφτεις τζ̆αι πολλά έξω με το να του πεις ματσουκάρη, ξύλον απελέτζ̆ητον, κούζουλε, ανάγωγε. Τζ̆αι όι άγραυλοι να νομίσετε τωρά ότι σας μιλώ για Παφιτούες ή Πιτσιλλούες που συναφέρνω την Κλειούν τζ̆αι την Μελπομένην. Εν για τες Μούσες που μιλώ, 800 γρόνια πριν να φέρει στον κόσμον τον γιον του θεού των Εβραίων η Μαρία. 

 

Των Μουσών δεν εμπορούσεν κανένας να τους γελάσει, με θνητός, με θεός, με ηγήτωρ με τράουλλος που ακολουθεί, όι ήσ̆αν να τους γελάσουν οι πονηροί τσ̆ουπάνηες, τα κακ΄ ελέεγχεα. Που τότες οι άγραυλοι ήταν ποδκιάντραποι, αιδώς αργείοι. Στην ύβριν πρώτοι, ιδίως άμαν πάρει ο νους τους αέραν την ώραν που από ματσουκάρηες βρεθούσιν ποιμένες ένστολοι να ηγούνται κουέλλων τζ̆αι να νέμονται πλούτον, γην τζ̆αι ύδωρ.

 

Τζ̆αι να εγέλαν κανένας γαστέρας οίον της ονειροπαρμένης Ερατούς, μετά την άτην η Καλλιόπη ήσ̆αν να του την φέρει πουπάνω μες το έπος με την νέμεσην τζ̆αι με την τίσην.

 

Κακ΄ελέγχεον σημαίνει κακόν όνειδος. Τζ̆ει που την αντροπήν τους επεήντιζειν η Καλλιόπη όσοι ήταν κοιλιόδουλοι.

 

Οι γαστέρες οίον, που εγεμώσαν δκυό αεροπλάνα, έναν τούρτζ̆ικον τζ̆αι έναν ελληνικόν να πάσιν να φαν τον ούτσ̆ιαλιν τους στας Γενεύας, έμπα τζ̆αι το Λήδρα Ππάλας δεν τους εγέμωννεν την γαστέρα, χαριεντίζουνται διότι στρέφουνται πίσω σε φάσην άτης. Εκόψαν να πάσιν 2500 μίλια μάκρος για να πούσιν έναν τίποτε, να ξοδκιάσουν μιαν φάουσαν ριάλλια του δημοσίου τζ̆αι να απλώσουν σκεμπέν (γαστήρ εν η σκεμπέ, εν την γαστέρα που πονείς άμα σε πιάσιν τα κοψίματα που γαστρεντερίτηδαν). Τζ̆αι το «γαστέρες οίον» κυπριακά ένι. Σατέ σκεμπέν που λαλούμεν. Κοιλιόδουλοι, που δεν τους κανούσιν να φαν οφτόν πλουμίν, να φαν οφτόν περτίτζ̆ιν, να φάσιν άγρην του λαού που τρώσιν οι αρκόντοι, να πκιούν γλυκόποτον κρασίν που πίννουν φουμισμένοι. Θέλουν γαστρονομίαν της Γενεύης τζ̆αι μεζεν των Σεϋχέλλων να γλαρώσουν τα υπογάστρια τους. 

 

Οίον που ακολουθεί το γαστέρες εν το κοινόν σατέ. Σατέ πελλάραν λαλούμεν ή πελλάρα σκέττη. Πελλάραν οίον θα ελαλούσαμεν. Οίον φκάλλει τζ̆αι οιωνός. Οίον με ψιλήν που σημαίνει μόνον, όι με δασείαν που θα εσήμενεν τέθκιοι που είσαστιν. Αλλά όπως τα σύχρονα πληκτρολόγια θέλουν θεούς τζ̆αι δαίμονες γράψουν δασείες τζ̆αι ψηλές, γράφουμεν τα στην κοινήν τζ̆αι πρέπει να τα κάμνουμεν σελίνια τζ̆αι ριάλες να καταλάβει ο άλλος. Οιωνός εν το μοναχικόν σαρκοφάγον πουλλίν που φέρνει τα κακά μαντάτα. Τζ̆αι τούτον που το οίον φκαίννει διότι ζ̆ει μόνον του. Πάσιν μια τζ̆οιλιά σκέττη, γαστέρες οίον, παίζοντας τους χαριεντισμένους να φέρουν λύσην ίμις̆ τζ̆αι προκοπήν στον τόπον τζ̆αι στρέφουνται ψία τζ΄εκούρτισεν τες η Μελπομένη να μας παίζουν τραγωδίαν να πουλήσουν τζ̆αι λλίον μελό. Περικκιάττερσιν βέβαια θα σου πούσιν τα μίντια, να φάσιν τζ̆αι τζ̆είνα το κάτι τις τους που τα μιλλοσφοντζ̆ίσματα. Κακοί οιωνοί είναι, μοναχικά αρπαχτικά μαύρα πουλιά που αμα κράξουν λαλούν την καταστροφήν που έπεται.

 

«Ποιμένες άγραυλοι, κακ΄ελέγχεα, γαστέρες οίον, οιονοί κακοί», θα ήταν μια κυπριακότατη προσφώνηση που θα έκαμνεν με σταράτα λόγια η μούσα που δεν χαρίζει κάστανον. Η Καλλιόπη που άμαν κάμει να μιλήσει με στόμαν θνητού φκάλλει Ομήρου Οδύσσειαν τζ̆αι Θεογονίαν του Ησίοδου. Τζ̆αι αθθυμίζει τζ̆αι σε θνητούς τζ̆αι σε θεούς ότι ύβρις, άτη, νέμεσις τίσις στην ίδιαν σειράν πάσιν πάντα.

 

Να περιμένουμεν μερικούς μήνες, λαλεί ο Γκουτέρες, για το επόμενον ραντεβού. Ας ελπίσουμεν ότι ενώ οι ποιμένες εν ναν πας τ΄αρπουρα της άτης τους, ο ένας να πουντζ̆ιάζει προϊόντα της διαφθοράς, ο άλλος πουλώντας το Βαρώσιν στα σόγια του Έρτογαν, το έσ̆κιν του κόσμου που σιγοβράζει ηφαίστιον θα κρεπάρει τζ̆αι θα τους τα πουκουππίσει ούλλα, να πάρει στα Τάρταρα ποιμένας αγραύλους, κακ΄ελέγχεα, γαστέρες οίον, που την Άγκυραν στην Χώραν, τζ̆αι την ποτζ̆εί του συρματομπλέγματος τζ̆αι την ποδά.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

Η γλυκάδα μιας Κυπριακής άννοιξης

 Η γλυκάδα της κυπριακής αριστεράς εν η γλυκάδα της Κύπρου ούλλης. Αρώτουν μιαν συντρόφισσαν καλαμαρούν τι την τραβά να θέλει την Κύπρον, να μαθαίννει κυπραίικα, να τραουδά την Μουζουρούν του Μόρφου; “Η γλυκάδα της γλώσσας σας, η απουσία της επιθετικότητας στην γλώσσαν τους σώματος σας, η καλοπροαίρεση άμαν σ̆αιρετάτε τον ξένον. Εμάς την γλυκάδαν της αριστεράς εσκοτώσαν την στες εξορίες τζ̆αι στα βασανιστήρια. Εκτελέσαν την με τον Μπελογιάννην τζ̆αι έμεινεν μας ένας θυμός, μια πικρή βία που σας λείπει εσάς τζ̆εικάτω.”



 

Θορώντας το πρόσωπον τούτου του παιθκιού έρκουνται μου οι νότες του μουσικού ποιήματος του Γιώρκου του Κάρβελλου που κάμνουν μελωδίαν τζ̆αι ρυθμόν τα αγαλματούθκια της Χοιροκοιτίας την ώραν που φκαίννουν που την γην 9 σ̆σ̆ιλιάες χρόνια μετά τζ̆αι λαλούν του κόσμου που αντικρίζουν “ώρα καλή”, “ώρα γρουσή”. Όποιος κάτσει τζ̆αι ακούσει το έργον ξανά, τζ̆αι ξανά θα ακούσει σε νότες ότι θωρούμεν πας τες φωτογραφίες των παιθκιών της πρώτης διαδήλωσης, ότι ξέρουμεν που την Κυπριακήν κοινωνίαν. Ακόμα τζ̆΄ο πόλεμος, ακόμα τζ̆΄η βία, βρίσσουν τζ̆αι κάμνουν τόπον άμαν ακουστεί “ώρα καλή” μες το έργον.

 

Το χωνευτήριν του “κυπριακού νησιωτισμού” που λαλούν οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι, καταλιεί την πιο αηδιαστικήν βίαν, δαμάζει την πιό άνοστην κατζ̆ίαν, βάλλει χαλινάριν στην πιο ανέντιμην κλεψιάν ,να επικρατήσει στο τέλος η γλυκάδα του τόπου, η αγάπη που φκάλει το κυπριακόν σ̆αιρέτημαν: “ώρα καλή”.

 

Μπροστά στην βίαν που επροτάξαν οι μισταρκοί του Μίδα, οι γιούδες της νύχτας, τζ̆αι τα αγγόνια του κακού πνεύματος που τους εόκαν που τα παππογεννητικά τους, ακόμα τζ̆αι οι καβλιές της θυμωμένης Αναστασίας που την ελούσαν με τα νερά ήταν ένας γλυτζ̆ής χορός σε ρυθμόν “εν φοούμαι τες εξαρτήσεις σας”. Το όργανον που επάτησεν πας το κουμπίν να σημαδέψει το κανόνιν το πρόσωπον της χορεύτριας, εν που τα ίδια σόγια με την συμμορίαν των οργάνων που εφακκούσαν με την πέτραν πας την κκελλέν του συνδικαλιστή Μένοικου, ή των άλλων που ετρυπήσαν το σώμαν του Αρκοπάναου που την Ασ̆ιερίτου με τες σπόντες των έξι ιντζών ωστι να φκεί η ψυσ̆ιή τους. Εν που τα ίδια σόγια με τα τέρατα που επαίξαν τα μωρά στην Αλόαν τζ̆αι στον Σανταλλάρην μες τες αγκάλες των μανάων τους. Όποτε νώσουν εξουσίαν απόλυτην στα σ̆αίρκα τους, τούτα τα σόγια θα κλέψουν το σιτάριν, θα σκοτώσουν τον συνδικαλιστήν, είτε χορεύκει, είτε στέκει να τους θωρεί τους μες τα μμάθκια πίσω που τα προσωπεία. Τα τέρατα στην Κύπρον φορούν πάντα μάσκες. Δεν αντέχουν να τους θωρεί το γλυτζ̆ίν βλέμμαν των αθρώπων του τόπου. Άμα νοιώσουν αθρώποι αφοπλίζουνται.




 

Ώρα καλή, ώρα γρούσή Αναστασία. Ώρα καλή, ώρα γρουσή Ηλία.

 

Ήρτεν η σειρά σας. Δύναμη των αθρώπων εν τα σαξόφωνα, τα πιάνα, τα βκιολιά τζ̆αι ούλλα τα έγχορδά. Η φώνη των καλοφωνάρηων που εγέννησεν τούτος ο τόπος σ̆σ̆ιλιάες. Κανένα σιδερικόν δεν μπορεί να φκάλει αρμονίαν. Καμιά κλεψιά δεν μπορεί να κάμει τον πλούτον χαράν. Η δύναμη της κοινωνίας εν η δύναμη των πολλών. Η δημοκρατία εν όπλον των ειρηνιστών, το κράτος δικαίου εν όπλον των ειρηνιστών. Εν όμηροι τζ̆αι η μιά τζ̆αι το άλλον στα σ̆ιέρκα θκυο συμμοριών “που τρων κηφήνες της ζωής” η μιά ποτζ̆εί, ή άλλη ποδά του συρματομπλέγματος. Θέλει την αρμονίαν των πολλών να τα ελευθερώσει τζ̆αι να πέψει ο τόπος τέρατα τζ̆αι συμμορίες ποτζ̆εί που ρταν. 

 

Θωρούν σας τα αγαλματούθκια της χοιροκοιτίας που τους έδωκεν ο Γιώρκος φωνήν τζ̆αι σ̆αίρουνται σας, όπως σας σ̆αίρουμαι τζ̆αι γιώ. Αφιερώννω σας το μουσικόν ποίημαν γιατί εν της αξίας σας. Μακάρι να έσ̆ιετε δύναμην παραπάνω που την γενιάν την δικήν μας να ξιλώσετε την συμμορίαν της διαφθοράς που κρατεί συρματομπλέγματα τζ̆αι βαρέλλες 60 χρόνια να χωρίζουν τον κόσμον τζ̆αι τον τόπον.

 

Αφιερώννω σας το. Ούλλον δικόν σας.

 

Ώρα καλή, ώρα γρουσή.



Όσοι αναγνώστες εν ιξέρετε ην μουσικήν του Γιώργου, ή νομίζετε πως εν καταλάβετε που κλασσικήν μουσικήν, ακούστε τζ̆αι ξανακούστε τζ̆αι ξανακούστε το μουσικόν ποίημαν ώσπου να έβρετε την ψυχ̆ήν της Κύπρου μέσα.