Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Σκαλαπούνταροι

Τιτσίν τιτσίν λουκάνικον, κομμάτιν ξεροτήανον, να φάμεν τζιαι να φύουμεν.
Έλα θκεια σκαλαπουντάρα να φάεις λουκάνικον!
Λάμνε ρε που δαμαί, που ΄ν να φάω αλλαντικόν, 148 γρονών πλάσμαν.
Η πέτσα της σκαλαπουντάρας εκρέμμετουν λετσιασμένη σαν να τζιαι ήταν πλάσμαν έκαμεν πλαστικήν εγχείρισην προ δεκαετίας. Είσιεν έναν μόνον βυζίν που κρέμμετουν σαν το βυζίν της αίγιας που πόβριξεν. Τα μαλλιά της ήταν φυτεμένα γραμμές-γραμμές της μεταμόσχευσης. Είσιεν πόθκια λόττας. Έβρισκεν τα πιο λεπτοκαμωμένα που τα βελονάκια που εφορούσαν οι γεναίτζιες που το πεήντα τζιαι ύστερα. Έκλεψεν τα που έναν κασαπιόν το 1955, ξουρισμένα για ζαλατίναν, τζι έδωκεν τους δεύτερην ζωήν. Που την ίδιαν λότταν έπιασεν τζιαι τον νούρον, τζιαι τζιείνον ξουρισμένον να πααίννει ασσορτίν με τα πόθκια. Έκοψεν τον χοντροκομμένον νούρον της γάρας που της εχάρισεν η θκειά της η γαουρότσουρα τα χριστούγεννα του 1885 στα δέκατα όγδοα γενέθλια της, τζι έβαλεν το ξουρισμένον νουρίν, πιο μοδάτον για ώριμην καλικαντζάραν τζιαι πιο ανακατσιαστόν για τους αθθρώπους πον να φοητσιάζει. 
Ήταν μια παρέα καλικαντζιάρων τζι επαρπατούσαν πουλούκκιν νύχταν προς το χωρκόν να κάμουν έφοδον σε σπίτιν. Η γεροκαλικαντζιάρα επαρπάταν το τζιουνούρκον της ξηχαρβαλλωμένον παρπάτημαν που υιοθέτησεν που την ημέραν που είδεν την Κέιτ Μος να παρπατά πασαρέλλαν μες σε μιαν τηλεόρασην.
— Τζιαι τί θα πάχεις τωρά εθκειά να φάεις έναν κομματούιν τιτσίν; Εν να μου γινείς τζ̆αι σούνι βετζ̆ιετάριαν; Λαλεί της ένας καλικάντζιαρος που ποσιειλώσαν τα κανάτζια του τζιαι τα ποτζιοίλλια του, φάε-φάε ποσκούπϊα. Είντα, εν να σου τρυπήσει την τζοιλιάν;
Σιείρου-σιειρόττερα. Άμαν φάει σκαλαπούνταρος κριάς που χτηνόν βασανισμένον, παθθαίννει όπως τους αθθρώπους τζιαι κληρονομά τα βάσανα του. Αύριον πον να σε πκιάννουν τα βόνατα σου, πον να κατσουνώσει η μέση σου, πον να καουρώσεις τζι εν να κινείσαι ζάου-ζάου, να με αθθυμηθείς. Να αθθυμηθείς τζιαι τους σιοίρους της φάρμας που βασανιούν οι αθθρώποι μες τα εργοστάσια να φκάλλουν κέρδος τζιαι να γεμώννει το πουντζίν τους σατέ ριάλλια. Σύρνουν σου τα μιλλοσφοντζίσματα που τα ξημαροκρηάτα τους ούλλον ορμόνες τζιαι αντιβιωτικά, τζιαι χαριεντίζεσαι ότι κάτι έφαες. Το τιτσίν, ηλήθιε αδρωποκάντζιαρε, μουσκομυρίζει σιοίρον χαρούμενον, ξαπόλυτον τζιαι ταϊσμένον του αλερκού, του νορού, τζιαι των πατατών των βρασμένων.
— Ππου ρεε! Κουβέντες κοτζιακαρίστικου ρομαντισμού. Επετάχτην μες την κουβένταν ένας παστόρεγγας με την κρεβάταν. Έκαμεν το πουλλίν του ζαβόν περμανά, τζι έννοιωθεν πολλά περήφανος που ξηχώριζεν έτσι που τους άλλους. Εκρέμμασεν την κρεβάταν να το δείχνει. Οι ψευτορομαντισμοί εθκειά, είναι αθθρωπίλλα του χειρίστου είδους. Εξήχασες είνταλος εβασανίζαν τα χτηνά στον τζιαιρόν σου, είνταλος εμνουσίζαν τα σιοιρκά με δίχα αναισθητικόν, είνταλος εδέρναν τα γαούρκα τους, είνταλος εβάλλαν τα βούθκια να γονατίζουν που τον κόπον; Εγιώ μιαν γραφικήν παράστασην της ανάπτυξης να πααίννει κάτω τους δείχνω τζιαι με δίχα κουρπάτζιν, βάλλω τον κόσμον ούλλον να τον πκιάννει η κρίση τζιαι να εν έτοιμος να δώκει ότι έσιει για να μεν τα χάσει ούλα. Αν δεν ήμουν εγιώ, έν ηξέρω είνταμπου ήταν να τρώτε που 8 τζιαι δά.

— Εσούνι ρε Κρίση ππαραοφά να μεν συντυχάννεις για αθθρωπίλλαν. Σπλίντζιη! Όσον εδέρναν τες γεναίτζιες τους, τα κοπελλούθκια τους τζιαι τους μισταρκούς τους, να φκάλλουν τα ριάλλια να τρώεις τζιαι σου, εδέρναν τζιαι τα χτηνά. Είσιεν το ο τζιαιρός της πατριαρχίας. Άλλον το Άουστβιτς των Γερμανών, που κάμαν τες φάρμες τωρά, τζιαι άλλον οι κρεμμάλλες των εγγλέζων του τζιαιρού της αποικιοκρατίας. Ανιστόρητη γενιά που μόνον αριθμούς καταλάβετε τζιαι δεν ηξηχωρίζετε την ποιοτικήν διαφοράν. Η αθρωπίλλα φκαίννει που το παππουφιν σου, που το γεμώννεις εβρό τζιαι χαριεντίζεσαι ότι απολαββάννεις τζιαι κάτι.
— Τι βρίσκετε μες τούντες παλιομοδίτικες ιδέες εθκειά, εν ημπόρω να καταλάβω.
— Με εσού, 74 γρονών ξυλογάδαρος, μπορεί α καταλάβεις είνταν πον η χαρά των δεδεκαμέρων, με ο πασιόκωλος ο ρόκολος που παρτάρεις. Άτε να σου εξηγήσω τωρά την αξίαν να φοητσιάζεις τον άθθρωπον, να τον κάμνεις να σε σέβεται που του πάει καννίν, να κάμνεις το δικόν σου, αλλά να μεν του κάμνεις κακόν, με τζιείνου, με των άλλων χτηνών.
Τα άλλα χτηνά ξήαστα στέτα! Επολοήθην έναν καλικαντζιαρίν που εφόρεν google glasses που έκλεψεν που τα πέρσι που έναν Άην Βασίλην που ήταν φορτωμένος μες το σούπερμαρκετ. Οι κουέλλες, οι γαδάροι, οι τραούλλοι τζιαι οι λόττες δεν αποτελούν πλέον μέρος της καθημερινότητας των αθθρώπων. Τζιαι ο τζιαιρός που εφκαίνναμεν μες τα χωρκά υπό μορφήν νοσσιών, για να μπαίννουμεν μες την παραμορφωμένην αντίληψην του κόσμου να φοάται, επαρήλθεν που τότες που ανακαλύφτην το ρεύμαν τζιαι ο κόσμος ηφκαίννει έξω μες το σκότος τζιαι θωρεί την νύχταν όπως θωρεί τζιαι την ημέραν. Ακόμα να καταλάβεις ότι με τες ιδεολογικές σου αγκυλώσεις, έσιει 60 χρόνια να σε φοηθέι πλάσμαν εις τον κόσμον, να χαρείς τζιαι σού. Εκαταντήσαμεν να σε κουλιαντηρίζουμεν τζιαι μεις όπως κουλιαντηρίζουν οι τραπεζίτες τους παπάες. Ο Πασιόκωλος που ρατσιστικά υποτιμάς, εν 54 γρονών σκαλαπούνταρος, δεν είναι ρόκολος. Τζιαι δείγνεται του αθθρώπου μιαν βολάν τον γρόνον τζιαι φοητσιάζει τον τον γρόνον ούλλον να μετρά το φαΐν του τζιαι να το ζυάζει σαν τον ταραμένον. Κάμνει τον άθθρωπον να τρώει τα μαλλοτζιέφαλλα του σε δίαιτες, διατροφολόγους, ψυχολόγους, να κινά την αγοράν. Αν δεν είχαμεν την στρατιάν των πασιήων με τες δίαιτες, ποιός ήταν να μας πετάσσει τα ξεροτήανα του να μας συντηρεί; Είντα κακόν κάμνουμεν τους αθρώπους; Τα ζαχαρικά, τα λαδερά, τα αλατερά, ούλλον απόλαυσην τους διούσιν. Είναι τζιαι ελεύθεροι να φάσιν όσα θέλουν, όποτε θέλουν, τζιαι ότι θέλουν.
Ρε ανώμαλε παιδεραστή, τζιαι νομίζεις ότι οι ενοχές τζιαι η ψυχική οδύνη που φορτώννετε τον κόσμον εσείς οι νεοσκαλαπούνταροι, έννεν πόνος, τζιαι εν πόνος η δουλειά τζιαι την τάξη του παλιού τζιαιρού;
— Αν ήταν πόνος στέτα, οι οικογένειες δεν θα επροστατέφκαν τους παιδεραστές. Ο πόνος πας τους αθθρώπους που τους εβιάσαν μωρά, μετρά πιο λλίον που τον πόνον τους να τατσώσει το όνομαν της οικογένειας τους. Οι αθθρώποι που θέλεις να γλυτώσεις που την ψυχικήν οδύνην, μέχρι που εκάτσαν να μετρήσουν με στατιστικές τα μωρά που επαρενόχλησεν ένας ενήλικας, τζιαι πάλε τίποτε δεν κάμνουν. Ήβραν 200 στα σσίλια μωρά να τα επαρενόχλησεν ένας πατέρας, ένας παππούς, ένας γείτονας, μια μάνα, ένας δάσκαλος τζιαι όι καλικάντζιαρος. Βάλλουν έναν φυλακήν τζιαι φήννουν 100 να θκιανέφκουνται άνεννοιας, τζιαι λαλούν τζιαι πουπάνω του πλασμάτου που του ετσαλαπατήσαν την ύπαρξην "ούσσου" να μεν τατσώσει το όνομαν. Άτε σιόρ, εν να με κόψει εμέναν που είμαι η νοσσιά του φόου τους; Μεν τους κλαίεις τζιαι καλά περνούν. Θέλουν μας, όπως σας εθέλαν τζιαι σας οι προπάπποι τους.
— Καλά σου λαλεί ο γιαλλάκιας θκειά. Έτσι που τους κάμνουμεν, ο μισός κόσμος ξοθκιάζει μιαν φάουσαν ριάλλα να τρώει τον ούτσιαλην του, τζιαι ύστερα που λλιες ημέρες ξοθκιάζει τα διπλά να γοράζει δίαιτες τζιαι να πκιορώννει διατροφολόγους. Όσον κινείται το χρήμαν, παράγει χρήμαν τζιαι γράφει ανάπτυξην. Έν ηξέρω αν τους κάμνουμεν κακόν να τους φοητσιάζουμεν έτσι, αν ήταν κακόν, οι μισοί αθθρώποι εν θα επιλέγαν να εν  υπέρβαροι, ούτε θα εταΐζαν τα μωρά τους σαν τα ταυρούθκια. 
— Τα ταυρούθκια να μεν τα βάλλεις μες το στόμαν σου πριν να πάεις να δεις πως τα έχουν μες τα κάντζιελλα. Εξίκκος σου για ανάπτυξη.
— Μα είνταν που συγκινήσαι τζιαι δακρύζεις τωρά; Δακρύζουν τζιαι οι καλικατζιάρες;
— Δακρύζουν ναι. Έσιει 60 γρόνια να δω μητροπολίτην να πιστεύκει σε καλικάντζιαρον τζιαι να έρκεται σαν τον κέρβερον να μας παντήσει με την γρουσαφένην του ματσούκαν. Που τον τζιαιρόν που εγινήκετε όργανα της αγοράς τζιαι εργαλεία του ππαρά, εγώ δεν εξαναείδα μητροπολίτην να αγαπήσω. Ανάπτυξη, ανάπτυξη... Έσιει η ανάπτυξη ψυσιήν;
—Θέλεις να σου δείξω καμιάν φωτογραφίαν που το φέιζπουκ; Ότι θέλεις ηβρίσκεις τζιείπάνω. Έλα τα γυαλλιά που αγγονίστηκα να τους θωρείς τζιαι τρισδιάστατους.
— Στους αθρώπους να τα πουλάς τούτα. Εγιώ τους μητροπολίτες μου αγάπουν τους με τα χρυσαφικά τους, με τα ζαφυρούθκια τους, με τα μεταξωτά τους τα χαϊμαλιά. Εκαταντήσετε ούλλοι ψηφιακές νοσσιές να φοητσιάζεται τον κόσμον να κινεί τες αγορές. Για είντα απόλαυσην;
— Τζιαι ήταν καλλύττερα εσείς που είσασταν όργανα των παπάων να θωρεί νοσσιές ο κόσμος μες το σκότος τζιαι να φοάται να τους πιστέφκει τζιαι να τους δοξάζει; Εσείς δεν εκινούσετε την αγοράν, εκινούσετε την δουλείαν, να δουλέυκει ο κόσμος ο πολλής σαν το χτηνόν για έναν κομάτιν ψουμίν για να πλουτίζουν τρεις τσιβλικάες;
— Τζιαι τωρά πώς δουλέυκει ο κόσμος ρε τίτσιρε με τον τσουναροδείχτην; Επειδή δουλεύκουν σε άλλες χώρες τζιαι εισάγουν την δυστυχίαν πακκετταρισμένην με τα φτηνά προϊόντα; Τον τζιαιρόν μας εμάς, που το σιτάριν εσπέρναν το οι ίδιοι αθθρώποι που εκάμναν τα ξεροτήανα, εσέβουνταν το, τζι εσέβουνταν τζιαι το ξεροτήανον που μας εσύρναν βραστόν. Το ξεροτήανον το βραστόν είσιεν μιαν αγάπην μες τον φοον που το έκαμνεν γλυτζύν. Εδοκίμασα τα πέρσι τα ποταξαρωμένα σας τα γορασμένα του φούρνου, εν κανεί που ήταν ψοφησμένα, μαύρα τζι ανάφεντα, αντάν τζι έντζισεν το παλιόλαον της σιταροπούλλας της μεταλλαγμένης πας τ΄αντερούιν μου, αντάν τζι εμυρίστηκα το σιτάριν το ξένον της Μοσσάντο, ανταν τζι εκατάπκια το ζάχαριν το ασπρισμένον του χλωρίου, έπιασεν με μια σουρτάρα του τουρίστα τζι επήαιννεν μου καννίν που τες ζαμπούες μου κάτω. Εμεταλλαχτήκετε ούλοι σαν τες σιταροπούλλες τους. Μεταλλαγμένοι. Ε μεταλλαγμένοι σκαλαπούνταροι.
— Ο κόσμος αλλάσσει θκιεια. Αν εμεινίσκαμεν η νοσσιά της θρησκείας, είσιαν να χαθούμεν μαζίν της. Δεν θα επιβιώνναμεν.
— Ναι, τζιαι τωρά που επιβιώννετε εικόνες μες τες οθόνες τζιαι σε λόγια μες τες εφημερίες εν ζωή;
— Τζιαι οι εικόνες νοσσιές είναι. Τζιαι τα γράμματα τα τυπωμένα έναν ψέμαν είναι, μια ιδέα. Ότι φόον εκάμναν τους αθθρώπους οι νοσσιές μες το σκότος, έτσι κάμνουν τζιαι οι εικόνες μες το φως. Μια γραφική παράσταση εν σσίλιες νοσσιές.
— Εμείς είμαστιν νοσσιές φυσικές, νοσσιές των δεντρών, νοσσιές των πυθαρκών, νοσσιές των σπιθκιών τζιαι των χτηνών. Δεν μας εκατασκεύαζεν άθθρωπος.
— Άθθρωπος σας εσυντήραν όμως στέτα. Άθθρωπος τζιαι δη ιερωμένος. Με ποιόν ερωτέφκεσουν είπες; Άκου να σας λιβανίζουν για να σας φοητσιάσουν να φύετε που τον κόσμον. Άτε, έλα να φάεις κανέναν ξεροτήανον να γλυκάνει το δόντιν σου.
— Τα ποσκούπια τους να τα φάτε μόνοι σας. Εγώ δεν αλλοτριώννουμαι για να υπάρξω όπως με θέλουν οι αγορές.
Ο τίτσιρος με την κρεβάταν, ο μιτσής με το iPod τζιαι τα γυαλλιά τζι ο παχουλλός με τα κανάτζια αρκέψαν να χορεύκουν γύρου-γύρου της κοτζιάκαρης τζιαι να μάχουνται να της κάμουν κκέφιν. Ρέ εκατουρούσαν της που πάνω ούλλοι με το γυρίν, ρέ επεϊκλώνναν την όπως τον παλιόν καλόν τζιαιρόν, τίποτε. Έμεινεν τζιειαμαί μια μουλλωτή νοσσιά, έξω που το πρώτον σπίτιν που ήβραν ομπρός τους, να καρτερά πέρκι φκει κανέναν πλάσμαν τζιαι αντζιελοσσιαστεί. Οι άλλοι αφήκαν την τζιειαμαί τζι επήαν να υπάρξουν λλίον μες τους φόους των αθθρώπων. Επερικυκλώσαν το σπίτιν τζι αρκέψαν να το πολιορκούν να μπούσιν μέσα. Οι αθθρώποι δύσκολα φκαίννουν πκιον την νύχταν έξω που τα κτίρια ή που τα αυτοκίνητα.
Πάει ο Αη ππάς να μπει που το 3G, τίποτε. Ξαπολά το 3G, πιάννει το 4G, τίποτε, απενεργοποιημένον. 2G, στάνταρ, τίποτε. Μουντάρει ο σπλίντζιης με τον πεοδείχτην να γινεί ποπ απ πορνοσελίδα, το δίκτυον ήταν κομμένον. Γίνεται δείχτης της ανεργίας, τίποτε. Πετά ο παχουλλός σελίδα δίαιτας να γλυάσει σε περιοδικόν ππίπολ, περιοδικόν γιοκ μες το σπίτιν. Έμεινεν σφηνωμένος πας σε μιαν βιβλιοθήκην που μόνον βιβλία με γράμματα είσιεν. "Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός", Karl Polanyi έγραφεν πας το βιβλίον μες το οποίον εσφήνιασεν. Όπως ενεκατώννουνταν οι καλικάτζιαροι μες τα σύρματα, εκάμαν κόντακ τζι αρκέψαν να φκάλλουν αζζίνες.
Αννοίει η πόρτα του σπιθκιού, έφκην ένας γενάς με το μούσιν πλεμένον βρουλλούιν. Ασκοπά ποτζιεί, ασκοπά ποδά, εν εθώρεν τίποτε. Οι αζζίνες εσβήσαν. Η νοσσιά της καλικαντζιάρας έπαθεν σαν την κορασιάν που λαχτά το κουτσίν της. Ετάρασσεν ποτζιεί, εκλόννετουν ποδά. Ο ασπρομάλλης βρουλλογένης εσσιάστην την. Παραπάνω με παλαιομαρξιστήν όμως εφαίνετουν να μοιάζει παρά με μητροπολίτην. «Ασσέν τζιαι κουμπούνιν» εσκέφτην η νοσσιά. 
Ο γενάς έμπην μέσα ξανά. Η νοσσιά που την απογοήτευσην της έθελεν να άψει φως τζιαι να την εξαφανίσει. Έν επρόλαβεν όμως να τελειώσει την σκέψην της, ο γενάς εστράφην με έναν δεφτερούιν τζιαι με έναν μολίβιν μες το σκότος με δίχα να άψει τα φώτα. Η καλικαντζιάρα παρ΄ολίγον να έρτει σε οργασμόν που την χαράν της. Ο γενάς έκατσεν πας το ππεριβάζιν της πόρτας του τζι άρκεψεν να την ηζωγραφίζει.


1 σχόλιο:

νεος είπε...

Α ρε φίλε μου, εν φανταστική δουλειά, γεμάτη νοήματα, εικόνες τζιαι ιδεολογία...