Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2008

Μια νύχτα στην έρημον

Αναμνύσεις που την ηλικίαν την πελλήν καμιά δεκαρκά χρόνια μετά.

όπου * δες για μετάφραση δίπλα


Επειδή δεν ξέρω πόσον τζιαιρόν να αφήννω αναρτημένες τες ιστορίες πριν να τες αλλάξω, τζιαι επειδή συνεχίζω να έχω 30 με 50 επισκέψεις την ημέραν, θα σε παρακαλούσα να μπείς στον κόπον τζιαι να απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο δίπλα.

Το Λαντρόβερ αφήννει πίσω του την Ουαρζαζάτ* τζιαι κατευθύνεται προς την έρημον. Ο κάης*  διηγείται ηλίθιες ιστορίες τζιαι κάμνει τους πελάτες να γελούν. Η Catherine με τα χάχχανα της μέχρι κατουρήματος κάμνει μεγέθθυσσην τους ήχους χαράς κατά 10, 100, 1000 μέχρι σημείου που να κάμει τζιαι ολόκληρην την ομάδαν να κλαιει που το γέλιος.

Γελώ για να κρύψω το κλάμαν μου, τζιαι κλαίω για να κρύψω τα δάκρυα μου. Νοιώθω χαμένος. Ο κόσμος εχάθην μέσα μου τζιαι ούτε η χαρούμενη κομπανία, ούτε τα υπέροχα τοπία είναι ικανά να μου τον φέρουν πίσω.

Ο Jean περιπαίζει την Catherine ότι ο Abdoul ο κάης εν να την κλέψει για να ποφύει να γοράσει 10 καμήλες προίκαν σε μιαν Μαροκινήν. Ο Djalal ο οδηγός διαμαρτύρεται τζιαι θέλει την για λλόου του. Η Corine κάμνει διαφωτισμόν διόντας πλούσιες πολιστιστικές τζιαι γεωγραφικές πληροφορίες για τον πολιτισμόν των Τουαρέγκ, σε σημείον που ο Abdoul αγγρίσσιεται ότι εν να του φαει την δουλειάν. Ο Jean συνεχίζει να πειράζει τον κόσμον καθησυχάζοντας τον Abdoul ότι δεν θα πάρει λλιόττερον παξίσιν σαν επίσημος κάης. Ο Nicolas σε κάθε σταθμόν παίζει τζιαι περιπαίζει τους τόπακαες παζαρέυκοντας σαν κανονικός Λιβανέζος τα πανέμορφα χειροποίητα ασημικά, τα βαμβακερά υφάσματα βαμμένα λουλλακί, τες πορσελάνες με γεωμετρικά σχέδια ισλαμικής τέχνης.

Ούλλη η ελαφρότητα του ταξιθκιού κάμνει την θλίψην μου πιο βαρετήν, παρόλον που την κρύφκει μαστορικά.

Το δείλης σταματούμεν στην μέσην του πούποτε. Η έρημος εκτείνεται παντού ως που θωρεί το μμάτι σου μέχρι την νάκραν του ορίζοντα. Σε λλίον φτάννουν Λαντρόβερ που παντού. Κάποιοι που τους μαροκινούς κάηες στήννουν τα τσιατίρκα. Άλλοι φκάλλουν τες αποσκευές τζιαι στήννουν σούβλες. Ακόμα δεν εκατάλαβα τι θα ψήσουν πάνω. Θα ήταν καλά να εμπορούσα να σύρω την λύπην μου μες τζιείνον το λαμπρόν να την ξιφορτωθώ.

Καμιάν πεηνταρκάν Ευρωπαίοι, λλίον πολλά εχούμενοι, λλίον πολλά καλλιεργημένοι, όι όμως αρκετά για να ποφύουν μιαν παγίδαν για τουρίστες, εσυναχτήκαν τζιαι παίζουν τους νομάδες εξερευνητές.

Η αποτελεσματικότητα της τουριστικής βιομηχανίας είναι καταπληχτική. Σε μερικά μόνον λεπτά ένας καταυλισμός σημαθκιάζει τον χώρον τζιαι δηλώννει την παρουσίαν του ανθρώπου σε όποιον θέλει να το ακούσει. Μια ομάδα που πραγματικούς νομάδες Τουαρέγκ φαίνεται να το άκουσεν. Έναν κουπάιν καμήλες εφφανίζεται στον ορίζονταν τζιαι πλησιάζει προς τον καταυλισμόν. Η αργή κίνηση των καμήλων συμπληρώννει το τοπίον καρτ-ποστάλ μαζίν με έναν κότσινον νήλιον που μάσιεται να δύσει πίσω που κάτι δύνες άμμου. Οι αποχρώσεις του μοβ, του τζίτρινου, του κότσινου, σκεδιάζουν το φόντον του πίνακα που, παρόλην την απίθανην ομορκιάν του, δεν ήβρεν αρκετήν δύναμην να διαπεράσει το πέπλον θλίψης που σκιάζει την ύπαρξην μου.

Σκέφτουμαι την. Για να πούμεν την αλήθκειαν, μέσον της εν τον εαυτόν μου που σκέφτουμαι. Προσπαθώ να ποσκολίσω τον λογισμόν που εν αντέχει άλλον να αναλύει γεγονότα του παρακείμενου μου παρελθόντος, του υπερσυντέλικου της παιδικής μου ηλικίας, του αορίστου της νεκατωμένης μου ζωής. Απασχολώ τον κρυφοπεριπαίζοντας αυτόν το τσούρμον ετερόκλητους καταναλωτές της ερήμου τους οποίους 5 “αυθεντικοί” Τουαρέγκ παίρνουν στην βρύσην τζιαι τους φέρνουν πίσω άποτους στην πρόχειρα σχεδιασμένην πλανόδιαν αγοράν. Οι καμήλες εφέραν μας το αρνίν πον να ψήσουμεν πας την σούβλαν. Όλα σκεδιασμένα στην εντέλειαν. Ακόμα τζιαι το αυθόρμητον. Οι καμηλάρηες απλώσαν την πραμάθκιαν πα σε κάτι πατανίες χαμαί πας τον άμμον. Παίρνουν σε τζιαι κουρσούαν πας τον κάμηλον αν θέλεις για 5 μόνον ευρώ. Διερωτούμαι με τον μόνιμον πια σαρκασμόν που με διακατέχει πόσα που το πεντάευρον εν να παν στον καμηλάρην τζιαι πόσα για προμήθεια στον κάην που την Μαρακές.

Άμαν εν σου μεινίσκει πιόν δύναμη να είσαι σαρκαστικός με τον εαυτόν σου, καταπιάννεσαι με τα ρεζυλλίκκια τους άλλους. Εν τόσον πιο εύκολον.

Η επιφανειακή “αυθεντικότητα” της φιέστας εκατάληξεν να βαρέσει πας το ελαφρύν κλίμαν των εκλεχτών ξένων της ερήμου. Από νωρίς εβουττήσαν πουκάτω που την πατανίαν να πνάσουν τα κόκκαλα τους που τα ττάκκα ττούκκου της λαντρόβας. Ιδίως αυτοί που εππέσαν πάνω σε οδηγόν πελλόν που έκαμνεν το καταύτοις να ππεφτει μες τους λούκκους για το χάζιν.

Πόψε τυγχαίννει μου αντίς να μετρώ στον αέραν για να ποτζιοιμηθώ, να μετρώ καμήλες τζιαι τουρίστες. Μιαν καμήλαν, θκυό καμήλες, τρεις καμήλες, πεήντα καμήλες, ενενηνταοχτώ καμήλες, τζιαι πάλε που ξάναρκης. Ένας τουρίστας, θκύό τουρίστες, τρείς τουρίστες... Η μεταμεσονύχτια σιωπή ευκολύνει το μέτρημαν. Η απουσία θορύβου είναι απόλυτη. Δεν ακούεις ούτε θόρυβον μακρυνού δρόμου, ούτε βούννισμαν οικιακής συσκευής. Η πλήρης ησυχία κάμνει με να συνειδητοποιήσω ότι οι ερασιτέχνες νομάδες δεν είναι τα μόνα ζωντανά που διανυχτερέφκουν στην μοναξιάν της ερήμου. Το κρουτσιούρισμαν των τσιρίπιλλων τζιαι το ζουζούνισμαν διαφόρων ιπτάμενων ζωυφίων μέσα τζιαι έξω που την σκηνήν διαταράσσουν το μέτρημαν τζιαι ναννουρίζουν με να ποτζιοιμηθώ.

Εν 4 η ώρα το πρωίν τζιαι ήδη εξύπνησα. Κάτι με τραβά να φκω έξω που την σκηνήν. Θέλεις εν το διάχυτον φως του πεντακάθαρου ουρανού χωρίς υγρασίαν, θέλεις εν το πνεύμαν της ερήμου, δεν μπορώ να αντισταθώ της έλξης.

Ντύννουμαι αθόρυβα μάνι-μάνι τζιαι φκαίννω. Το φως των αστερκών νεκατώννεται με το σκοτεινό μπλέ φως του ουρανού που αναγγέλλει την τζιουνούρκαν ημέραν. Πάω προς την διεύθυσην των ερημόλοφων. Παρπατώ μισήν ώραν αλλά κανονίζω τα να έχω πάντα στο βάθος του ορίζοντα μου την κατασκήνωσην. Δυστυχής είμαι, αλλά όι τζιαι στο σημείον να θέλω να χαθώ τζιαι να πεθάνω μες την έρημον.

Δεν την ισκέφτουμαι τωρά. Σκέφτουμαι τον εαυτόν μου μόνον. Ποιος είμαι; Τι κάμνω; Πού πάω;

Προς το παρόν κάμνω έναν γυρόν μιας τουριστικής κατασκήνωσης τζιαι παρατηρώ την έρημον, που έτυχεν να βρεθεί αυτήν την στιγμήν κάτω που τα πόθκια μου. Εν Οκτώβρης. Στην Ευρώπην η φύση προετοιμάζεται να πεθάνει. Εν να ξαναγεννηθεί τον Φεβράρην, τον Μάρτην, τον Απρίλλην. Τα φύλλα ε θλιμμένα όπως την καρκιάν μου. Εν έχουν άλλες δυνάμεις να συντηρήσουν την χλωροφύλλην τους. Έμεινεν τους η καρροττίνη που κάμνει ρομαντικούς τζιαι ερωτευμένους να ονειρέφκουνται με τα τζίτρινα τζαι τα κότσινα χρώματα που χρωματίζει στα δάση.

Δαμέ η φύση εν ιμπόρει να συντηρήσει ούτε έναν δεντρόν. Μοιάζει με την ψυσιήν μου πον ανίκανη αυτήν την στιγμήν να συντηρήσει μιαν αγάπην, έστω τζιαι τζιείνην προς τον εαυτόν μου.

Μόλις έφεξεν λλίον καλλύττερα, καταφέρνω να μπλέψω λλίον παραπάνω πράματα που την στράταν που πατώ. Τούτα τα κατσάβραχα που φαίνουνται γέρημα που μαρκυά εν κατάσπαρτα που μιαν μικροσκοπικήν χλωρίδαν. Όσον είναι μικροσκοπική τόσον είναι πραγματική, όσον τζιαι να μεν την επεΐντιζες.

Σσιύφκω προς το χώμαν να μπλέψω καλλύττερα. Πριν να το καταλάβω καλά-καλά, ζωή πυρκολά μου έναν ζιζιρόπατσον που μου έσουσεν τζιαι τα τριανταθκυό μου. Εσυνέφερεν με που τον εγωκεντρικόν μου λίθαργον τζιαι εκατέβασεν με πίσω στην γήν. Μικροσκοπικές ευφόρμπιες, λιλλιπούτια σέδα τζιαι άλλα παισιόφυλλα φυτά είναι διασκορπισμένα πας τον ξερότοπον. Παρατηρώντας τα ψιντρά τους φύλλα τζιαι σκεφτόμενος τους χημικούς μηχανισμούς που αναπτύσσουν για να συσσωρέφκουν χυμούς που δεν εξατμίζουνται, χαζίριν να μεν αντιληφτώ πους τα παραπάνω φυτά εν αθθισμένα. Η πολλή η ανάλυση τζιαι η πολλή η σκέψη μπορεί να σου φκει στο τέλος αναπηρία.

Τα φκιόρα της ερήμου είναι διακριτικά τζιαι πρέπει να γονατίσεις στο χώμαν για να μπορήσεις να τα θαμμάσεις. Ώστε εν εσείς που ταΐζεται τα ζωύφια που με εναννουρίζαν εψές; Αν είχα έναν φακόν, ο στοχασμός μου θα μπορούσεν να θαμμάσει καλλύττερα το μεγαλείον λιλλιπούτιων διαστάσεων που δυσκολέυκει τα μμάθκια να το ξιθκιαλύσουν. Τα πέταλλα, ο ύπερος, οι εταμίνες τους είναι διαστάσεων κάτω του μιλιμέτρου.

Δεν εφαντάζουμουν ότι όσον ο μήνας που μισώ ενσαρκώννει τον θάνατον της φύσης στα βόρεια μέρη, τόσον ενσαρκώννει την αναγέννησην της αλλού. Ίσως πόι τζι όι να μισώ λλιόττερον τον Οχτώβρην.

...«Στες περιοχές μας εν η κρυάδα που φοβίζει την φύσην τζιαι τους αθρώπους. Τα φυτά για να γλυτώσουν παίζουν τα ψοησμένα ή κρύφκουνται πουκάτω που την γήν σε μορφήν βολβών, ρίζων ή σπόρων. Μες την έρημον εν το λαμπρόν που τα φοητσιάζει. Όπως βιάζουνται στα μέρη μας να αθθίσουν μάνι-μάνι μόλις περάσουν τα πολλά σιόνια, έτσι βιάζουνται τζιαι δακάτω να αθθίσουν μόλις περάσουν οι μεγάλες πυράες τζιαι η ξηρασία. Δαμαί η άννοιξη έρκεται τον Οχτώβρην. Έτσι έχουν παραπάνω τζιαιρόν να αναγιώσουν φρούτα τζιαι σπόρους για να κρατήσουν την ζωήν στο διηνεκές.»

Οι βοτανικές σκέψεις καταφέρνουν να εκτοπίσουν τες υπαρξιακές. Η περιοχη δαμαί δεν ιμοιάζει πολλά με τες εικόνες της Σαχάρας που γοράζουμεν στο National Geographic. Εν παραπάνω πετρότοπος με λόφους κατσάβραχα παρά δύνες άμμου. Ψάχνω έναν αμμότοπον που εν έσιει πέτρες. Πλώννω χαμαί ανάσιελα τζιαι ακούω την σιωπήν. Θωρώ τον ουρανόν που ντύννεται σιγά σιγά με τα χρώματα της αυκής. Ο Αυγερινός μάσιεται να σβήσει μπροστά στην λάμψην του νήλιου για να ξαναάψει πόψε σαν Εσπερινός. Θέλω να ζήσω. Η ξηρασία του αέρα με κάμνει να το νοιώθω έντονα. Εάν τούτη η έρημος μπορεί να δουλέψει τους ελάχιστους πόρους υγρασίας που την επροίτζιησεν η φύση για να φκάλει τόσην ομορκιάν, θα μπορούσα τζιαι γιώ να κάμω κάτι καλλύττερον με ότι μου έτυχεν να έχω παρά να βασανίζω την σκέψην μου για μιαν γεναίκαν. Στο κάτω-κάτω, εγιώ επέλεξα να τα διαλύσουμεν. Αν δεν υπήρχαν οι ενοχές, δεν θα ήμουν σε αυτόν το μαγικόν τόπον.

Σαν ετυλίουμουν μες τους άμμους όπως το μωρόν πας την θάλασσαν, έππεσα πάνω σε έναν μικροσκοπικόν κρίνον. Παρολλίον ήταν να τον καταπλακώσω. Εκαρτέρησεν έναν γρόνον ολόκληρον πουκάτω που τον άμμον. Την ημέραν που αποφάσισεν να φκάλει το παρθένον του άσπρον φκιόρον στον νήλιον εκόντεψεν να καταπλακωθεί που άθρωπον για μιαν ιστορίαν θλίψης τζιαι υπαρξιακών ενοχών! Έμεινα ππεμένος μπρούμουττα με τες αγκώνες κουμπιμένες δεξιά τζιαι αριστερά φυτικής ύπαρξης. Κοιτάζω την αποσβολωμένος σαν να εθώρουν την ίδιαν μου την ζωήν. Η ομορκιά της μαεύκει με.





© τζιαι παραπάνω φωτογραφίες από εδώ

17 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αν και την κυπριακή την καταλαβαίνω πολύ καλύτερα στα προφορικά, κατάφερα να το διαβάσω. Νομίζω όλο το νόημα κρύβεται σε μία φράση-κλειδί.

"Εάν τούτη η έρημος μπορεί να δουλέψει τους ελάχιστους πόρους υγρασίας που την επροίτζιησεν η φύση για να φκάλει τόσην ομορκιάν, θα μπορούσα τζιαι γιώ να κάμω κάτι καλλύττερον με ότι μου έτυχεν να έχω παρά να βασανίζω την σκέψην μου για μιαν γεναίκαν."

Από την άλλη, ξεχνάμε ότι έχει και το 'βάσανο' την ομορφιά του. Όπως και το ερημικό τοπίο εξακολουθεί να μαγεύει, κι ας είναι σχεδόν άνυδρο...

kkai-Lee είπε...

Aceras

Εμπνευσμένο το κείμενο.



Μα τι εγίνηκεν ?????

Aceras Anthropophorum είπε...

Αγαπητή Λεμέσια, η χρήση της κυπριακής διαλέκτου στον γραπτό λόγο είναι ζήτημα συνηθίου. Μαθαίνουμε να διαβάζουμε φωτογραφίζοντας τες λέξεις και όχι αναλύωντας τις λέξεις γράμμα γράμμα. Εγώ ο ίδιος στη αρχή δυσκολευόμουν να διαβάζω τα ίδια μου τα κείμενα. Αν περνάς από το μπόγκ, μετά που θα διαβάσεις 2-3 ιστορίες θα διαβάζεις τα κείμενα σαν το νερό. Χαίρομαι που εντόπισες την φράση. Σημαίνει ότι έπιασες και τα υπόλοιπα.

Κκαϊλή όταν λέμε αναμνήσεις σημαίνει εμπειρίες του παρελθόντος. Τζιαι όταν λέμε της πελλής ηλικίας, συνήθως μιλούμε έτσι για μιά ηλικία καμιάν δεκαρκά χρόνια μετά. Είναι παλιές αναμνύσεις. Τα γεγονότα δεν έχουν πια καμιάν σημασίαν. Θα μπορούσαν να είναι εμπειρίες κάποιου άλλου, ή φκαρμέναν που την φαντασίαν. Αυτόν που έθελα να ζωγραφίσω είναι το κλίμαν της ερήμου, που παρόλον που το έζησα μόνον 2 μέρες, εχάραξεν μου την ψυχή για πάντα.

Σε λλία χρόνια οι τουρίστες θα έρκουνται στην Κύπρον να θωρούν την έρημον.

kkai-Lee είπε...

Α' Ευτυχώς

Κάποτε εν παίρνω που την πρώτη.

Έχω μια φωτογραφία που μοιάζει με μιαν που τες δικές σου. Δε την στο blog μου στο τέλος.

Η έρημος έρκεται

stalamatia είπε...

Ασερα ίντα όμορφα φκιορούθκια!!
Επήρες την έρημη τη ψυσιή σου μες την ερημιά ,άραγε ωφέλησε σε τότε?

Marlen είπε...

Απίστευτες εικόνες Ασέρα! Εθύμησες μου τον εαυτό μου αλλά εγώ που την άλλη πάντα σε θάλασσα καταλήγω. Τζαι ποτζεί έσιει κρινούθκια. Πάνω στους αμμόλοφους...

rose είπε...

απίστευτες ιστοριες Αcera
πάντα μακρια πιαίνουμε για να ερτουμε πόσω μας!

να σαι καλά που γεννας φκιορουθκια μες την ερημον

Aceras Anthropophorum είπε...

@Καϊ lee είδα τες φωτογραφίες στο μπλόγκ σου. Με λλία λόγια η έρημος δεν είναι στην πόρταν της Κύπρου, είναι ήδη στα Λύμπια, στην Αθηαίνου, στους Τρούλλους.

@Σταλαματιά γιάσου. Εσύ τι λαλείς;

@verity μου χρόνια τζιαι ζαμάνια να σε ακούσω. Περνώ που το μπλογκ σου τακτικά. Οι αναρτήσεις σου είναι "μπάιννεις, παίρνες, ευφραίνεται η ψυχή σου ή η σκέψη σου (αναλόγως του θέματος) και φεύγεις χωρίς να νοιώθεις την ανάγκην να τα συζητάς. Η συζήτηση πολλές φορές κάμνει κακό στην ομορκιάν.

@Rose τί να κάμω που όπου πάω βρέθουνται μπροστά μου τζιαι καθηλώννουν με με την ομορκιαν τους;

lakis είπε...

Όμορφο, φίλε μου. Γεμάτο ήχους, χρώματα, εικόνες τζιαι αρώματα. Νύχταν καλήν

Aceras Anthropophorum είπε...

Αγαπητέ Λάκη, μόλις επαρέλαβα την Μίρα σου τζιαι την θκιαβάζω μερικές σελίδες κάθε νύχτα πριν να τζιοιμηθώ.

Greekstories είπε...

Ασερα σε χαιρετω...
Ολα σου τα κειμενα με εκφραζουν αλλα αυτο ηταν για μενα η δημιουργια μιας εκφραστικης και εικονικης τελειοτητας που αντικατοπρισε την στιγμη μια βασανισμενης ψυχης με την ψυχη μιας φυσης σκληρης με τα μορια της να μπορουν παρα τις αντιξοοτητες να επιβιωνουν.
Σ'ευχαριστω για το υπεροχο κειμενο που ηταν και δικη μου εκφραση.

ρίτσα είπε...

τα φυτά φκάλλουν με και μένα από τις υπαρξιακές ανησυχίες
πάντως δεν πιστεύω πως η κύπρος θα γίνει έρημος, η ζωή θα βρίσκει τρόπους και ανθρώπους για να επιβιώνει, ίσως διαφορετική, πάντως εκεί

Vikar είπε...

Ασερα

Εισαι ΑΛΗΘΙΝΟΣ

Τίποτα άλλο

Aceras Anthropophorum είπε...

Γκρίκστόρη αυτόν το κείμενον το έγραψα ππάσα-ππάσα μες το τραίνον πηαίννοντας δουλειά. Άμαν δεν έχεις ιδιαίτερες προσδοκίες τελικά τα κείμενα φαίνουνται να φκαίννουν καλλύττερα.

Στάβρη ούτε τζιαι γώ νομίζω πως η Κύπρος εν να γενεί τέλεια έρημος. Φυσικά 15% λλιόττερον νερόν που ππέφτει μετά που άλλαξεν η θερμοκρασία λόγω CO2 φαίνεται να αλλάσσει πολλά τα πράματα πολλά τζιαι είσαστιν οι πρώτοι να το νοιώσετε (μετά τα δεντρά - κοίταξε στου Kai-lee αν δεν πιστεύκεις ή πήαιννε έναν περίπατον στα Λύμπια). Δεν ιξέρω πως θα είναι όταν η μέση βροχόπτωση θα είναι 30% κάτω, σίουρα όχι τέλεια έρημος αλλά θα είναι πιό ξερά που τωρά.

Vikar ευχαριστώ για το σχόλιον. Τζιαι γώ δεν το πολλοπεΐντιζα τούτον το κείμενον...

Kai Na Katharisoume Tous Kakomoutsounous είπε...

Αναμνήσεις, ταξίδι και καλή πέννα είναι συνταγή επιτυχίας. Σε χαιρετώ.

Ανώνυμος είπε...

Συμπέρασμαν: τωρά που έκοψα τα πολλά ταξίθκια που έννεν της μόδας να κάμνεις ενεργοβόραν τζιαι ρυπογόναν ζωήν, είμαι ποσπασμένος!! Πάππα ενέργεια, πάππα επιτυχία:))) Περασμένα μεγαλεία διηγώντας τα να κλαις δηλαδή ;(( Από φαν έφαν που λαλούσιν!!

Ακέρας Ανθρωποφέρων

Theopemptou είπε...

Πριν χρόνια πήγα rally (ε αμάρτησα και εγώ) στην έρημο της Ιορδανίας όπου αντί άμμο έχει σκληρό χώμα και αντί δρόμο έχει κούκους με πέτρες για να πηγαίνεις ένα περίπου στη σωστή κατεύθυνση.
Ερημιά παντού αλλά τόπους - τόπους είχε ένα πολύ μικρό φυτό με λίγα πράσινα φύλλα το οποίο αν κατάλαβα καλά δηλαδή, έκανε ένα μικρό καρπό που άρεσε στα ποντίκια της ερήμου! (Ε αυτά κατάλαβα στα μισο αραβο- εγγλέζικα).
Οι μικροί νομάδες έτρεχαν όλη μέρα με ένα τυφέκιο (οι μεγάλοι είχαν αυτόματα) και προσπαθούσαν να σκοτώσουν τους ποντικούς για φαγητό!
Το βράδυ ήταν μια παγωνιά ...