Μιάν γρονιάν τσα τζ' αμπροού, μπαίνοντας των δωδεκαμέρων, οι καλικάντζαροι εφκήκαν πάλε που τη γην τζι εγυρίζαν λυσιασμένοι της πείνας πάνω στα δώματα τζαι τραουδούσαν:
«τιτσίν τιτσίν λουκάνικον
μασιαίριν μαυρομάνικον
κομμάτιν ξεροτίανον
να φάμεν τζαι να φύουμεν.»
Αντίς λουκάνικον τζαι ξεροτίανον, ήβρασιν όμως τσιοκκολατούες, τσιήπιτο τζαι παστηλιούες.
Εκάμαν απου φάει φάει, αλλά όπως eν ήταν μαθημένοι σ΄έτσι γλυτζιστικά, έπιαεν τους ο πόνος τζαι βουρούσαν εις τον απόπατον τζι έν εσυφτάνναν. Γυρισόντα νύχτα, εσυναχτήκαν ούλοι οι καλικάνζιαροι σε συνεδρίαν να δουν ινταν που΄ν να κάμουν.
Πρώτος έπιασεν τον λόον ο αρχικαλικάντζιαρος. Έκλωσεν τα μουστάτζια του που βλαστούσαν πας τα φκιά του, εσφόντζιήσεν την μύξαν του που ΄στασσεν πας τ΄αρφάλιν του, ίσιωσεν τον νούρον του τζαι έφκην πας την μούττην μιας τσιμινιάς να μιλήσει.
– «Αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλον. Κανεί! Πέρσι, ούλα τα μωρά εμείναν κολλήμένα πας την τηλεόρασην τζαι εν αθθυμήθην πλάσμαν να μας βάλει ένα ξεροτήανον πας το δώμαν. Φέτη, εστήσαν μας την με τα μουσκουρούθκια.»
– «Μάστρε», λαλει του έναν καλικαντζιαρίν με τρία πόθκια, «εν τζι εν μόνον εμάς που ξηχάσαν τα κοπελλούθκια! Εν ούλους τους παλιούς ήρωες των παραμυθκιών. Που τον τζαιρόν που ματσουκώσαν πας την τηλεόρασην τζαι πας τα κκομπιούτερ, εσύραν μας ούλους έξω που τες ιστορίες τζι εβάλαν ήρωες νέους . Όϊ ακούεις Ρέϊντζερ, όϊ Σούππερμαν, όϊ Σπάϊντερμαν, όϊ Πόκεμον…»
– «΄Εσιει δίκαιον ο μιτσής», εποθαμμάστην μιά γεροκαλικαντζιάρα που το βιζίν της το δεξιόν εκρέμμετουν της ως το γόνατον. «Εγιώ λαλώ να τους φέρουμεν ούλους δαμαί να φκάλουμεν κοινό σκέδιον δράσης.»
Εσσυφφωνήσαν τζαι πέψαν το καλικαντζιαρίν να τους φωνάξει. Όστι να δώκει τον γυρόν τους ήρωες ούλλους έφαν του έξι μέρες τζαι έξι νύχτες.
Πρώτος φανίσκει ο Κωσταντάς με δειν αρκοδιμμένον.
Κρατεί τον λιόνταν που το φτιν, τον δράκον που το πόδιν,
Κρατεί δεντροκολόριζον που το δεξίν του σιέριν,
Να κάμνει σσιον του μαύρου του, μεν τον περπάξει ο νήλιος.
Εφέραν τζαι τον Διγενήν, τζαι τον Σαρατζιηνόν, τζαι τον Κάουραν, τζαι τον Σπανόν με τους σαράντα δράκους. Εφέραν τζαι την κουτσουκουτούν που τον Άην Τάφον, τζαι το βασιλόπουλλον τζαι την πριντζηποπούλλαν τζαι τον βοσκόν με το πιθκιαβλούιν. Ήρτεν τζι ο βασιλιάς με την βασίλισσαν. Ώς τζαι τον Θησέαν που την μυθολοΐαν εφέραν τον.
Έτσι μεταξύ μας …, η βασίλισσα ετριβιτζιάζετουν τζ΄ έθελεν να φα που πάνω της. Του ΄ν το κατάντημαν εν το όρπιζεν ποττέ της. Όϊ μόνον τα κοπελλούθκια ασύραν την που τα παραμύθκια σαν την τρίχαν που το ζυμάριν, εβρέθην τωρά μες σε τούτον ούλλον το χωρκαθκιόν. Ο Διγενής που την μιάν να χτιτζιολοά δρώματα που το πάλεψε πάλεψε με τον χάρον, ο Κωσταντάς που την άλλην με τες οι ποΐνες του να κόφκουν τουμάνιν, εκάμαν την βασίλισσαν να κουκκουμώσει. Ο βασιλιάς αρκοείδεν την τζ΄ ένεψεν της να κάμνει πομονήν. Ήταν ποφασισμένος να συμμαχίσει ακόμα τζαι με τον θκιάολον, φτάνει να ξαναμπούν μες τα παραμύθκια.
Προτελευταίος ήρτεν ο νούσιμος τζαι τέλεια τελευταίος ο πελλός που την πόρταν. Τραβά την πόρταν να την βαώσει, εξιμπάρρωσεν την. Όπως τότες στο παραμύχιν.
– «Ποττέ σου εν τζι εν βάλεις νουν», λαλεί του η βασίλισσα θυμωμένη.
Ανταν τζαι θωρεί τον βασιλιάν ο πελλός, εγρειάστηκεν τα. Ενόμισεν πους του κράτεν ακόμα κατζίαν που την πόρταν του παραμυθκιού. Ώς που να πεις αναρήν, ο πελλός εβρέθην πας σε μιαν αντέναν της τηλεόρασης.
Εβκήκαν ούλοι έξω τζι επαρακαλούσαν τον να κατεβεί.
– «Βρε γιε μου», λαλεί του ο καλικάντζιαρος, «κατέβα κάτω τζι εν για άλλην δουλειάν που ήρταμεν».
– «Όϊ, φοούμαι».
– «Κατέβα τζι εν θα σου κάμω τίποτε», λαλεί του ο βασιλιάς.
– «Ετσι είπες τζαι του Κάουρα για να τον καλοπιάσεις τζαι ύστερα έπεψες τον Κωσταντάν τζ΄ έκαμεν τον αρβάλιν!»
– «Βρε έλα κάτω τζαι τούτες εν παλιές ιστορίες», λαλεί του ο Κάουρας.
– «Ότι γράφετε δεν ιξιγράφετε», λαλεί του ο πελλός, «εγιώ τους βασιλιάδες βοούμαι τους».
– «Αφο΄ν κατεβαίννει με το καλόν, εν να κατεβεί με τον θυμόν», λαλεί τους ο Κωσταντάς, τζαι μπήει του μιαν φωνήν, εσούστην το σκαμνίν του προέδρου της Δημοκρατίας στην Χώραν. Βουννά του τζαι τον δεντροκολόριζον που κράεν, εζάωσεν την αντέναν σαν το κλωνίν της ακακίας.
– «Καλόν, να κατεβώ».
Πάει να πεταχτεί κάτω, εκοράτζισεν το βρακοζόνιν του πας το τζέρρατον της αντένας. Ήτουν μια αντένα αναμετάδοσης της τηλεόρασης. Πάει να το ξικορατζίσει, εξιμπάρρωσεν το. Που τζείνην την ώραν, ανακατωθήκαν τα κύμματα τζι επαένναν ώπου εθέλαν. Τα κοπελλούθκια μπροστά στες τηλεοράσεις αντίς να θωρούν κινούμενα σκέδια, εθωρούσαν σιονούθκια άσπρα.
Τα κινούμενα σκέδια στην αρκήν εχασκιαστήκασιν, αλλά μόλις εκαταλάβαν ίντα ΄ν που εγίνετουν, επεταχτήκαν που τα σύρματα έξω τζι ετσιππώσαν πας τον πελλόν να τον κουπανήσουν.
Πρώτος αμούνταρεν ο Πίκατσος.
Φακκά του μίαν τζερραθκιάν, πάνω στην τζεφαλήν του,
απου τον πόνον τον πολλήν, εζάωσεν το φτιν του.
Μόλις είδεν ο Διενής τον πελλόν να κυνδινεύκει, φακκά του μιαν γροθκιάν του Πίκατσου, εμετεξέλιξεν τον σε πικάτσαν.
Εποτυλίχτην ο Ρέϊντζερ τζι έκαμεν να σσιίσει πάνω στον Διενήν. Πριν όμως να φτάσει να του ξαπολίσει τα λέϊζερ του, φυσά του μιάν φωδκιάν ο Δράκος, εμετεξέλιξεν τον σε γάρον άσπρον.
Τζείνην την ώραν, επετάχτην ο Ππόπαϊς που την αντέναν τζι΄ ετσίππωσεν πας τα ζυνίσια του Κωνσταντά. Ξαπολά ο Κωνσταντάς τον λιόνταν που ΄κράτεν που το φτίν τζαι τυλίει τον Ππόπαϊν που το πόϊν, έκαμεν τον κατσούνιν. Φκάλλει έναν ττενεκκούϊν σπανάσιιν ο Ππόπαϊς, όσον τζαι ρούφισεν το, επρηστήκαν οι ποντιτζοί του σαν τες ταμπουτσιές. Αντινάχτηκεν πάνω τζαί πιρκολά του μιαν του Κωσταντά, έσπασεν του τρία παΐθκια. Βουννά ο καλικάνζιαρος το καμάτζιν του πας το μπράτσον του Ππόπαϊ, επόπρησεν του τους ποντικούς σαν την φούσκαν. Η Βασίλισσα ετριχομαλλίζετουν με την Μπάρπιν ποιά εν η πιο όμορφη τζι΄ο βασιλιάς εμάλλωνεν με τον γέρο-Σκρουτζ.
Εγεμώσαν οι τόποι ήρωες τζαι νέους τζαι παλιούς να παλιώννουν. Ο μόνος που εν έφαν πολλές ττοππουζιές ήταν ο πελλός που την πόρταν. Άφηκεν τους τζιαμέ να λαόννουνται τζι΄επήεν τζι΄έκατσεν δίπλα που μιαν τσακροπιτίλλαν τζι΄έπαιζεν. Άμαν νάϊν του κοντέψει κανένας, έντζιζεν πας έναν αγγουρούϊν τζι΄εσπούρταν του το μες τα μούτρα.
Η μάχη ήταν ισόπαλη ως την ώραν που έφκην που τη αντέναν ένας ξανθός παλληκαράς.
– «Είμαι ο Χέρκουλες ! Κάμετε τόπον !»
– « Ποιός Χέρκουλες βρε χερκελέ », λαλεί του ο Διενής.
– «Ο Χέρκουλες που την μυθολογίαν, ο Χηρακκλής » λαλεί του ο ξανθός.
– « Ο Ηρακλής ήταν ήρωας δαμαί στην περιοχήν γρόνια τζαι ζαμάνια πριν που μέναν », λαλεί του ο Διενής, τζαι πιάννει έναν διτζιίμιν τζαι σύρνει του το του ξανθού, ίσιαν να τον διαλύσει. Ο ξανθός άρπαξεν το διτζιίμην στον αέραν τζι έκαμεν να το σύρει πίσω του Διενή, μα ο Διενής ήταν σβέλτος σαν τον σπίριτον τζαι επόφυεν το. Το Διτζιίμιν επήεννεν σφήνα πας τον Πελλόν τζαι ήσιαν να το φάει αδέσποτον.
Ήταν η ώρα δώδεκα τζαι εμάσιετουν να γυρίσει ο χρόνος. Μόλις εσβήσαν τα φώτα ακούεται μια φωνή : – «Πρόσεχεεεεε !»
Μόλις εξανάψαν τα φώτα εδικλείσαν ούλλοι πας τον παππούν τον Παναήν.
– « Συμπαθάτε με », λαλεί τους ο γέρος, « επήρεν με ο νύπνος πας την πολυθρόναν τζαιεεε… »
– « Τζαι εγέρασες τέλεια » λαλεί του η γιαγιά η Νίτσα. « Χάτε πιάε έναν μελομακάρουνον να γλυκάνει το δόντιν σου. »
Τζαι εφάαν τα μελομακάρουνα, τζαι εσύραν τζαι κανέναν πας το ταβάνιν να φαν τζαι οι σκαλαπούνταροι, τζαι ζήσαν τζιείνοι καλά, τζαι ο πελλός που την πόρταν καλλύττερα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
6 σχόλια:
Αγαπητέ Άσερα,
διαβάσαμε το παραμύθι σου σε μια οικογενειακή ομήγυρη, γελάσαμε, το ευχαριστηθήκαμε και το εκτιμήσαμε. Εχεις το μοναδικό (ίσως) ταλέντο να μας μεταφέρεις σκηνές από το χώρο της φαντασίας που ταυτόχρονα συγκινούν μικρούς και μεγάλους. Πανω απ' όλα όμως είσαι από εκείνους τους ελάχιστους που μπορούν να κρατήσουν ζωντανή τη σοβαρή μυθοπλασία. Σε παρακαλώ μην τα παρατήσεις!!!
Cheers
Πριν κάτι χρόνια, στα καρναβάλια... ντύθηκα "ο πελλός που την πόρτα". Ξεβίδωσα μια πόρτα απ το σπίτι μου και την κουβάλησα μαζί μου στο μπαράκι όπου είχε "μασκέ" πάρτι εκείνη τη νύχτα.
Κανείς δεν με αναγνώρισε.
Χέ χε... Εγώ έπιασα μιαν πόρταν τζαι έφυα που την Κύπρο πριν χρόνια. Όταν επιστρέφω πότε πότε τζαι συναφέρνω λύσην του κυπριακού, κοινωνίες δικαίου τζαι ήθος στες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κανένας δεν με αγρωνίζει.
Πάλε γράφω σου εθκιάβασα πριν λίο τον καφκάν των ηρώων των παραμυθκιών τσιαί αθυμήθηκα ότι τον πελλόν που την πόρτα ελάλεν μας τον ο μακαρίτης ο πατέρας μου όταν είμασταν μιτσιοί όμως εν το αθυμούμαι ούλλον το παραμύθι έθελα να σε παρακαλέσω άμα θέλεις τσιαι μπορείς να το γράψειςνα το θκιαβάσω . Το καλοτσιαίριπου επήα στη Κύπρο ερώτησα την αρφή μου τσαι εν το αθυμάτουν ούτε τσιήνη .Νομίζω πρέπει βάλλω 2θήτα .ΚΑΛΗΝΥΚΤΑ.
Αγαπητή Νοσταλγία θα σου γράψω τον πελλόν που την πόρταν όπως τον αθθυμούμαι. Έχω τζαι μιαν παραλλαγήν του όπως τον εδημοσίευσεν μια κοπελιά τζαι θα σου το βάλω τζαι τζείνον. Θα κάμω σύντομα ένα πόστ αφιέρωμαν στον πελλόν που την πόρταν τζαι θα ζητήσω αν έσιει άλλες παραλλαγές να μας τες γράψουν. Θα κοιτάξω τζαι μέσα στους τόμους από τα κυπριακά γράμματα άν τον έσιει μέσα στες ευτράπελλες ιστορίες.
Ήρτε μου να βάλω τα κλάματα μόλις εθκιάβασα το said σου χίλια ευχαριστώ μένω υποχρεωμένη. Το καλοκαίρι άμα είμαστε καλά θα πάμε Κύπρο με τον [έταιρο] πουλαλεί τσιαί η Δρακούνα εκειέχω την θεία μου δεύτερη μάνα για μένα και η τελευταια από τα γερόντια μας η οποία ξέρει πολλά Κυπριακά σαν περίπου σαν τα τσιαττιστά θα μου τα πεί ,και θα τα γράψω εδώ. και πάλι σ,ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου