Μιάν βολάν τζι έναν τζαιρόν είσιεν έναν περβολάριν που τον ελαλούσαν Περικλήν. Ήταν ο καλλύττερος της Μεσαρκάς. Αγάπαν πολλά τα δεντρά του τζ΄ έσαζεν τα σάν τα παιδκιά του. Εμάσιετουν με τες ώρες, πότισε, τσάππισε, κλάδεψε. Ποττέ του έν επαραπονέθηκεν πως ήταν ποσταμένος.
Που ούλλα τα δεντρά αγάπαν παραπάνω την λεμονιά του. Κάθε μέρα έστεκεν με τες ώρες τζ΄ ανάστεννεν την μυρωθκιάν των αθθών τζαι των φύλλων της.
Μιαν ημέραν έτσι σαν την επαρατήραν εσιάστηκεν σημάθκια φυλλοκάψας πας τες μούττες της. Έπιασεν τον τ΄ αλήμονον. Εχλώμιανεν, ετζιτρίνησεν, χαζίριν να τον πιάσει η συγκοπή που την σικκίρτησην του.
− Λεμονιά μου, γρουσή μου κόρη, ίνταν που να γενούμεν αν σε φάει η φυλλοκάψα;
Η Λεμονιά εν εκατάλαβαινεν ίνταν που τον έπιαχεν τον μάστρε Περικλήν μα εκατάλαβεν πως κάτι σοβαρόν εσυνέβαινεν.
− Αν εκαταλάβισκα πιλέ μου τζ΄ έναν κουτσίν την γλώσσαν των πλασμάτων ήσιαν να τον αρωτήσω ίνταν που έσιει΄τζι δρώννει τζαι ποδρώννει. Άραες σου έκαμα κάτι κακόν τζιαι εθυμώθηκεν έτσι;
Ως που να τελειώσει την σκέψην της ενέφανεν ο μάστρε Περικλής με την ψεκαστήραν εις στον νόμον. Θκιο ππαλιές εψέκασεν την που πάνω ως κάτω μ΄έναν ζουμίν τζίτρινον. Κάθε σταγόνα που εκάθετουν πάνω της εδίαν της τζαι μιαν κάψην ίσια μες την καρκιάν. Ένωθεν σαν να τζ΄ εσβήνναν της τσιάρα πας το κορμίν, σαν να τζ΄ ελούνναν την με λάδιν καυτόν.
Εθώρεν τες τάτσες τες τζίτρινες της ψατζής να ξιμαρίζουν τα φύλλα της τα τρυφερά σαν το γάλαν τζι ενεκάτσιαν τον ίδιον της τον εαυτόν.
Μόλις ετέλειωσεν το ψέκασμαν ο μάστρε Περικλής επέρασεν του η σικκίρτηση. Εγέλασεν η μουτσούνα του, τζ΄ έφυεν του τζαι το χλώμιασμαν. Επήεν εις την βρύσην, έπλυννεν τα σιέρκα του, ένυψεν τζαι το πρόσωπον του, τζ΄ έκατσεν άνενιας που κα΄ στον νοσσιόν της σικαμιάς.
Ως που εξεράνισκεν η ψατζιή, παραπάνω έκρουζεν τη λεμονιάν. Επαρακάλεν τον θεόν να βρέξει να της πλύννει τα φύλλα της που την ξημαρισιάν, μα ήταν κατακαλότζαιρα, τζ΄ ο νήλιος έκρουζεν σαν το καμίνιν.
Που τζείνην την ημέραν, η καρκιά της λεμονιάς έν ηταν πιον άσπρη σαν τους αθθούς της. Εμάυρισεν σαν το κάρβουνον. Ενωθεν πως η ψησιή της εμύριζεν σαν την μυρωθκιάν της ψατζιής.
Εγύριζεν τα μες τον νουν της να καταλάβει ίντα ΄ν που ΄ταν τον κακόν που έκαμεν για να της αξίζει έτσι τιμωρία. "Ο μάστρε Περικλής εν καλός άδρωπος τζ΄ αγαπά με σαν το παιδίν του. Για να μου το κάμει τούτον, μέγάλον κακόν θα είδεν".
Η λεμονιά αντρέπετουν πιον να δικλίσει να δει τον νήλιον μες τα μμάθκια τζαι κάθε φοράν που θώρεν τον μάστρε Περικλήν εππέφταν της τρείς τουζίνες φύλλα που τον φόον της.
Οι μέλισσες τζαι οι πεταλλούδες εν της εκοντέυκαν πιον. Ως που τες εθώρεν να πααίννουν πας την πορτοκαλιάν τζαι την μαντορινιάν ήσιαν να πεθάνει που το κάγριν της.
− Ίντα ΄ν που ΄χουν τζείνες καλλύττερον που μέναν τζαι βουρούν τες ούλα τα πετούμενα του θεού; Εμέναν κανένας εν δεικλά πιον να με δει.
Μόνον το αερούδιν του Λίβα της εδρώσιζεν την καρκιάν της την καμένην. Ήταν ο Λίβας που της εστέγνωννεν τζαι τα φύλλα της που την νοθκιάν.
Την νοθκιάν εμίσαν την σαν να τζ΄ ήτουν ο σιηρόττερος της σκούντρος. Κάθε φοράν που της εμούσιεφκέν τα φύλλα της με δροσοσταγόνες, εξανάφτεν της την φωθκιάν που της άναψεν η ψατζιή. Εξαναδιάλυεν την σκόνην που εκόλλησεν πας τα φύλλα τζαι δίαν της την ίδιαν κάψην όπως τζείνην που ΄νωσεν την ημέραν του ψεκασμάτου. Η νοθκιά εν εκαταλάβισκεν γιατί η λεμονιά ήταν αρκόθυμη μιτά της.
− Σατέ παραξενιάν τζαι πικραντερίαν του΄ν το δεντρόν, εσκέφτετουν η νοθκιά. Ούλα τα δεντρά σιέρουνται που τα δροσίζω κάθε αυκήν τζαι τούτη αρκώννεται τζαι καραμουτσιάζει.
Η λεμονιά έφτασεν σε τόσον σημείον απόγνωσης που ΄θελεν να ξεράνει. Εν είσιεν πιον όρεξην ν' αθθήσει, τζαι τα λλία όξινα που κατάφερεν να κάρπίσει επογάλαν τζαι ΄ππέσαν.
Μιαν ημέραν που μάυρισεν ο τζαιρός τζ΄ εξίσπασεν μια αναπουμπούρα τρομερή, η λεμονιά εδίκλισεν ψηλά τζαι που τα βάθη της ψυσιής της έυκαλεν έναν αναστεναμόν που ΄φτασεν ως τον ουρανόν.
Ουρανέ μου λυπήθου με τζαι πέψε μου έναν κεραυνόν να με ποσπάσει που τα βάσανα. Ένα αντέχω πιον.
Αν είσαι σίουρη ότι η μόνη λύτρωση που μπορείς να ΄σιεις εν ο κεραυνός να σου τον πέψω.
Η Λεμονιά ήταν ποφασισμένη. Προχώρα, λαλεί του.
Ο ουρανός εσύναξεν ούλην του την μαυρισούραν τζ΄ εξαπόλισεν βροσιήν με το ττουλούμιν. Ο αέρας εσφύραν σαν τον δαιμονισμένον. Οι πουμπουρκές εσυγκλίζαν τον τόπον τζαι το μόνον φως που εθώρες ήταν η λάμψη των αστραπών. Ούλη η φύση εδείχτηκεν της λεμονιάς για να την κάμει ν΄ αλλάξει γνώμην αλλά τζείνη εν εφοάτουν τίποτε. Ο πόνος τζαι το κάγριν έκρουσεν της τόσον πολλά την καρκιάν που έν ένοθεν πιον τίποτε.
Προχώρα, ίντα ΄ν που καρτεράς; Λαλεί του ουρανού.
Ο ουρανός έσιήσεν που την μερκάν της ανατολής τζ΄ εξαπόλυσεν τον μεαλλύττερον κεραυνόν που ΄δειξεν ποττέ η πλάση. Έπεψεν τον ολόισια πας την λεμονιάν. Η λεμονιά εκάμμησεν τα φύλλα της τζ΄ εκαρτέραν να τη νώσει το λαμπρόν.
Τρείς μήνες ύστερα, άμαν άνοιξεν τα φύλλα της εν έξερεν καλά καλά αν έζιεν γή αν επέθανεν, αν ήταν ακόμα πάς την γην, γή τον κόσμον του σταχτού.
Ήταν τα φύλλα μιας μούττης νέας που βλάστησεν που έναν αμμάτιν πας τον κορμόν της. Τα παλιά της τα φύλλα τζαι οι κλώνοι εκρούσαν που το λαμπρόν του κεραυνού, μα ο κεραυνός την τελευταίαν στιγμήν εδύστασεν τζ΄ εν το κάμεν η καρκιά του να την κρούσει ως την ρίζαν. Άφηκεν της έναν αμμάτιν ανέτζιστον πας τον κορμόν.
Άμαν εξαναείδεν την ζωήν η λεμονιά ένωσεν μιαν χαράν ανιστόριτην. Εσιέρετουν τον νήλιον τζαι τον αέραν, ένωθεν τες δροσοσταγόνες της νοθκιάς πας τα φύλλα της τζαι άννοιεν η καρκιά της φύλλα φύλλα.
Ο Περικλής χαπάριν εν επήρεν για το τι εσυνέβην. Εσιέρετουν που είδεν την λεμονιάν του να ξαναζωντανεύκει. Άμαν εγέρασεν τζαι εν έμπορεν πιον να σάζει τα δεντρά έδωκεν την ψεκαστήραν στον γιόν του. Ευτυχώς σιγά σιγά με τον τζαιρόν πολλοι περβολάριες, τζι ο γιός του Περικλή, εμάθαν να μέν ιψεκάζουν αλοάρκαστα. Αρώτούσαν πρώτα ίντα καλόν τζαι ίντα κακόν κάμνει η κάθε ψατζιή πριν να κρίνουν αν πρεπει να ψεκάσουν. Τζ΄ ήβραν έτσι τζαι τα δεντρά ην ησυχίαν τους,
τζαι ζήσαν τζείνα καλά, τζαι μεις καλλύττερα.
Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Πε μου, τείνεις να σκέφτεσαι με εικόνες; Εν εξηγείται αλλιώς έτσι γράψιμο! Εθκιάβασα το τζαι έγινα η λεμονιά. Τα σέβη μου.
verity devotee θα με κάμεις να κοτσιινήσω.
Don't... θα αναγκαστώ να σε ψεκάσω αντισταμινικό spray.
Αγαπητή Verity Devotee, πού θέλεις να ξέρω αν γνωριζούμαστεν. Για να νοιώσεις την Λεμονιά σίγουρα κάπου σε άλλους πλανήτες ή σε άλλη διάσταση θα εβρεθήκαμεν.
Αν ιξέρεις κανέναν Κυπραίον που μεινίσκει μόνιμα πας τες Άλπεις εδώ τζαι χρόνια ίσως να είμαι εγώ.
Σε Χαιρετώ
Δημοσίευση σχολίου