Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2007

Η μεγάλη παρεξήγηση.

Μιαν φοράν τζ'έναν τζαιρόν είσιεν έναν κατσοσιοιρίν που τον ελαλούσαν Ζαομούν.

Ο Ζαομούς ήταν έναν κατσοσιοιρίν παράξενον. Ούλος ο κόσμος αγάπαν τον μα τζείνος ελάλεν πους εν αγάπαν κανέναν. Όποτες ετόλμησεν ν΄ αγαπήσει έναν πλάσμαν εσιέρετουν η ψυσιή του, μα, μόλις το παίρναν χαπάριν οι άλλοι κατσόσιοιροι εφήρνουνταν που τα γέλια τζι αρκέφκαν να τον πειράζουν: "Βουράτε να δείται τον Ζαομούν που σιαίρεται!"

Ο Ζαομούς ήταν αντροπιάρης. Κάθε φοράν που γελούσαν οι άλλοι μιτά του εκόφκετουν η μουτσούνα του.

Η αγάπη εγίνην αντροπή. Κάθε φοράν που αγάπαν, εσήκωννεν τ΄αγγάθκια του, εσυνάετουν μες τα πετσιά του, εκαούρωννεν τζι αγάπαν εις τα κρυφά.

Ο Ζαομούς εμίσαν το κακόν που τα βάθη της ψυσιής του. Κάθε φοράν που οι κατζιοί κάμναν μιάν αδικίαν, έκρουζεν τον ο θυμός σαν το λαμπρόν. Τζαι τα άλλα κατσοσιοιρκά εθυμώννουνταν τζαι πολλές φορές αφτύνναν του κακούργου κατάμουτρα. Ο Ζαομούς όμως εν έφτυννεν κανενού. Κάθε φοράν που εδοτζιήμασεν να ποθυμάνει πας έναν κακόν, οι άλλοι κατσόσιοιροι εξιχάνναν τον θυμόν τους τζαι εφύρνουνταν που τα γέλια μιτά του.

Κάθε φοράν που εθύμωννεν, εσήκωννεν τ΄αγγάθκια του, ασυνάετουν μες τα πετσιά του, εκαούρωννεν τζι έκλαιεν εις τα κρυφά.

Ο Ζαομούς ήταν έναν κατσοσιοιρίν τετραπέρατον μα ένωθεν βλάκας σαν το κολότζιν. Όποτε έβρισκεν μιαν όμορφην λύσην σ΄εναν πρόβλημαν έκαμνεν μεάλην χαράν. Οι άλλοι ελαλούσαν του πράο μα εφτύς εφύρνουνταν που τα γέλια. Ο Ζαομούς έχασεν την χαράν να κάμνει παιγνίθκια της σκέψης. Ενόμιζεν πους οι άλλοι επεριγελούσαν τον πους έπαιζεν τον έξυπνον.

Όποτες είσιεν μιαν φαϊνήν ιδέαν, εσήκωννεν τ΄αγγάθκια του, εσυναετουν μες τα πετσιά του εκαούρωννεν τζι εσιαίρετουν μες τον κόσμον του.

Ο Ζαομούς ήταν ένας κατσοσιοιρος γενναιόδωρος μα ποττέ εν εμοιράζετουν τίποτε με κανέναν. Όποτες εβοήθησεν έναν πλασμαν εις την ανάγγην ένωθεν μιαν ανακούφησην να του πραύνισκει την ψυσιήν του, μα μόλις ένωθεν τουν την συγκίνησην, οι άλλοι εφύρνουνταν που τα γέλια. Ενόμιζεν πους τον επιάνναν για πλάσμαν υστερόβουλον που εδίαν σήμμερα για να καρπωθεί τα διπλά αύριον .

Η ευκαρίστηση του να μοιράζεται τον πόνον τζαι την χαράν εγίνην αντροπή. Αντίς να διά, ασήκωννεν τ΄αγγάθκια του, ασύναετουν μες τα πατσιά του τζι εκαούρωννεν μεσ την γωνιάν του.

Ο Ζαομούς ήταν μεάλον κόζιν μα ήταν πάντα καραμουτσιάρης. Εν εγέλαν ποττέ του. Όποτες του έφεφκεν κανέναν γελιούιν, οι άλλοι ακολλούσαν του μεάλον περιπέξιμον: βουράτε να δείται τον ζαομούν που κάμνει χάζιν τζαι ούλοι εφήρνουνταν που το γέλιον.

Το γέλιος εγίνην αντροπή. Όποτες έκαμνεν χάζιν, εσήκωννεν τα ΄γγάθκια του, εσύναεν τα πετσιά του, εκαούρωννεν τζι εφήρνετουν που το γέλιος μανιχός του.

Ο Ζαομούς ήταν έναν κατσοσιοιρίν όμορφον. Πολλές κατσοσιοιρούδες ονοιρεύκουνταν να τον κάμουν ταίριν τους, μα όποτες εγίνετουν ωραίος για να τους αρέσει, οι άλλοι εφύρνουνταν που το γέλιος.

Η ομορκιά εγίνην αντροπή τζαι νόμιζεν πους ήτουν κακόν πραμαν, σαν το φίτσιον.

Μιαν ημέραν ο Ζαομούς εφόρησεν τα καλά του, μα αντίς να στήσει τ΄αγκάθκια του, να συναχτεί μες τα πετσιά του, τζαι να καουρώσει σαν την μάππαν, επήεν εις την κολύμπαν. Εσιάστην τυχαία την νοσιάν του μες το νερόν. Πρώτα απόρησεν μα σιγά σιγά άννοιεν η καρκιά του φύλλα φύλλα. Έτσι όπως επαρατήραν την νοσιάν του, αντιλήφτειν ότι άμαν αφούντωνεν μια χαρά μες την καρκιάν του, εζαώνναν οι τρίσιες του μουστατζιού του τού δεξιού. Ως που η χαρά αγίνετουν μιάλη, περίτου το μουστάτζιν του εζάωννεν. Έβρισκεν το πολλά αστείον τζ΄ επιάχαν τον τα χχάχχανα.

«Χά Χά Χα Χά, ζαομού… στακος!!»
"Ετο γιατί με χωραττέυκουν οι φίλοι μου! Τζαι γιώ ενόμιζα ότι με ανηελούσαν!"
Ως που εσιέρετουν τζαι έκαμνεν χάζιν, παραπάνω οι τρίσιες εζαώνναν.

Η ευκαρίστηση να μοιραστει τζείν την χαράν με τους φίλους του ήταν ανιστόρητη τζ΄ έκαμνεν το μουστάτζιν του να ζαώννει σαν το τζιεγκέλιν. Ετραουδήσαν, εχορέψαν, εχωραττέψαν, εκάμαν χάζιν σαν τα μωρά.

Που τζείνην την ημέραν ο Ζαομούς σιαίρεται να βρίσκει ιδέες έξυπνες, ν΄ αγαπά τζαι να μισά, να γελά, να κλαίει, δίχα να φοάται ότι εν να του ανηελάσουν οι άλλοι.

Έτσι έζησεν μες τον κάμπον τζείνος καλά, τζαι μεις καλλύττερα.

1 σχόλιο:

stalamatia είπε...

Άραγε εμείς τι φοούμαστε για να ζήσουμε με τους [άλλους;]