Είχεν έναν μουσούιν σαν του Λένιν αλλά στο πιο σύχρονον, σε στυλ μποέμικου μπουρζουά. Άνοστος τύπος, μικρόσωμος, επιδείκνυεν την καλλιέργειαν του με επιμέλειαν στην κάθε λεπτομέρειαν του παρουσιαστικού του. Η μπουρζουά μποέμικη συμπεριφορά είσιεν κάτι το ενοχλητικόν, από το βιβλίον του Πωλ Όστερ που άφηκεν πάνω στην διπλανήν μαξιλάραν του τρένου με τρόπον που να φαίνεται ό τίτλος, μέχρι το γούστον με το οποίον διαχειρίζετουν το άσσιημον κατά βάσην παρουσιαστικόν του: ήταν φορτικά επιδεικτική. Πόσον ψαγμένος ήταν, έδειχνεν το ακόμα τζιαι που το ακριβόν βαμβακερον πορτοκαλλίν ύφασμαν που άπλωσεν πάνω στον ώμον του για να βάλει το τζιεφαλούδιν του νήπιου που εκράτεν μες τα σιέρκα του.
Το μωρούιν ήταν δυσπυρκασμένον. Ο νεαρός πατέρας έγυρνεν το πάνω του έτσι, εγύριζεν το αλλιώς, το βρέφος δεν εσιούρκαν. Ο τρόπος που το εκράτεν ήταν σαν να έθελεν να μπει σε επικοινωνίαν με τους ούλλους τους επιβάτες του βαγονιού. Πολλοί εμπαίνναν εις το παιχνίδιν τζιαι εχαμογελούσαν του μωρού, αλλά το μωρόν ήταν ακόμα καττίν στραβόν για να μπορέσει να ανταποκριθεί. Ούτε έναν μέτρον δεν θα εθώρεν. Ο τζιύρης όμως ανταπόδιδεν τα χαμόγελα στην θέσην του μωρού.
- «Πως το λένε;» Αρώτησεν ένας εβδομηντάρης γέρος που εκάθετουν στην πισινήν μαξιλάραν τζιαι εθώρεν το μωρόν αγαλλιασμένος, σταματώντας να φυσά τες μύξες του μες το γεροντίσιμον του μαντύλιν.
- «Anatole.» Απάντησεν ο νεαρός με τρόπον που άκουσα τζιαι γω τρεις μαξιλάρες πάρα τζιει.
Το μωρόν δεν ήταν κλαψιάρικον. Εδιαμαρτύρετουν μόνον με έναν ξεκάθαρον επίμονον βρεφικόν κούντζισμαν. «Βασανίζεις με τζιαι δυσπυρκώ.» Αλλά επειδή δεν εμίλαν την γλώσσαν του τζιουρού του, ελάλεν το κουντζίζονντας.
Ο πατέρας θα ήταν κοσπεντάρης, όπως τζιαι η μάνα, που εκάθετουν πας την απέναντι μαξιλάραν του τρένου. Το μωρόν ήταν αποσαράντωτον. Οι νεαροί γονιοί εκρατούσαν ο καθένας που έναν σακκίδιον ακριβής γερμανικής μάρκας, τελευταία λέξη της τεχνολογίας, παπουτσούιν του τρέκκιν Ιταλικής υψηλής ποιότητας gortex πράσινον, μπλουζάκιν αμερικάνικης ethnic μάρκας τζιαι παντελόνιν ασσορτίν Αυστραλέζικον, καφετούθκια, μπεζ, πρασινούθκια, χρωματισμοί babacoul σικ.
Ενας θεός έξερεν που επετσοκόφκουνταν με το μωρόν. Το τρένον έρκετουν που την περιοχήν του Βαλέ, που όπου ξεκινούν πολλά θέρετρα των Ελβετικών Άλπεων. Μάλλον που πεζοπορίαν θα έρκουνταν. Το τρένον εκόντεφκεν στην Λοζάννην. Η μάναν εσηκώθην τζιαι εμάσιετουν να ζωθεί με έναν ινδιάνικου τύπου παννίν για να δίσει το κοπελλούδιν πάνω της. Εμάσιετουν λες τζιαι έκαμνεν επίδειξην των οδηγιών χρήσεως του εργαλείου της, όπως κάμνουν οι αεροδυνοδοί, παρόλον που τούτη δεν τα εκατάφερνεν. Έδιννεν το, επόδιννεν το, εσταύρωννεν το, εποσταύρωννεν το. Είσιεν την ίδιαν επιδεικτικήν διάθεσην με τον πατέραν που εκράτεν το μωρόν τζι΄έκαμνεν το μπούλλους να το σιουρκάσει.
Εθώρουν το μωρόν που έδειχνεν ο ανόητος πατέρας τζι εζαλίζουμουν. Ένωθα σαν να με εκράτεν εμέναν ένας γίγαντας ίσια με τρία σπίθκια ύψος τζιαι να με εσήκωννεν τζιαι να με κατέβαζεν μισόν όροφον ύψος, νομίζοντας ότι έτσι σιαίρουμαι. Τζιαι τούτα ούλλα μες σ΄έναν περιβάλλον όπου η ευαισθησία των αφκιών μου άκουεν θόρυβον ισοδύναμον με 120 ντεσιμπέλ, με την βρόμαν άλλων γιγάντων που ετρώαν δίπλα γιγάντια μαχτόνας ίσια με την μισήν μου κκελλέν τζι εμασούσαν πατάτες τηανιτές τρεις φορές μεγάλες σαν τα δάχτυλα μου, βρωμίζοντας τον αέραν με τζιείνην την απαίσιαν άγλαν. Τζιαι κάθε μπούλλον που μου εδίαν ο γίγαντας, εφάκκαν μου τζιαι μιαν πας σε έναν όμορφον πορτοκκαλλίν βαμβακερόν ύφασμαν, που άπλωσεν πάνω του για χάρην μου. Αλλά το ύφασμαν εσουστάριζεν ελάχιστα τζιαι κάθε φοράν έτρωα μιαν ττοππουζιάν πας την καρκαλαμιάν του.
Το μωρόν άντεξεν να κουγκά έναν πεντάλεπτον. Μετά έμπηξεν τα κλάματα. Κάθε μπούλλον το κλάμαν εδυνάμωννεν τζι εγίνετουν πιο απελπισμένον. Ο τζιύρης του μωρού έσουζεν το πιο έντονα για να το καθησυχάσει να βρίξει. Το εύρος του μπούλλου, σε σχέσην με το μέγεθος του νηπίου, εγίνην αναλογικά ισοδύναμον με έναν όροφον πήαιννε τζιαι έναν όροφον έλα. Αν ήμουν εγώ το μωρόν, ήταν να νομίζω ότι θα μου έφεφκεν το καφάσιν. Εκόντεψα να σηκωθώ τζιαι να πάω να του πάρω το μικρόν ζωάκιν που τα σιέρκα του γονιού του τζιαι να του δώκω έναν ζιζιρόπατσον να μάθει να μεν κάμνει κοπελλούθκια άμαν ο ναρκισσισμός του δεν τον αφήννει να επικοινωνήσει μαζίν τους.
Μες τα ανόητα μμάθκα του ασσιημοθκιάρτυστου νεαρού μπουρζουά μποέμ εθώρουν ούλλα τα χτήνη που πιάννουν σσιυλλίν ή καττίν χωρίς να έχουν ιδέαν πως μπορούν να αναλάβουν την ευθύνην της ύπαρξης τους τζιαι βασανίζουν τα νομίζοντας ότι τους προσφέρουν ιμίσς αγάπην. Τρομοκρατούν τα την ώραν που θεωρούν ότι προσφέρουν τους στοργήν, κωλοσύρνουν τα την ώραν που θεωρούν ότι τα θκιανεύκουν, δηλητηριάζουν το πεπετικόν τους σύστημαν, την ώραν που θεωρούν ότι τα καλοταΐζουν με την πιο ακριβήν μάρκαν πετ φουντ.
Το τρένον έφτασεν. Η μάνα έπιασεν αδέξια το κοπελλούδιν της τζι΄έδισεν το πάνω της. Το μωρόν έκλαιεν όσον έκλαιεν τζιαι μες τα σιέρκα του τζιουρού του. Έσυρεν τζιαι το σακκίδιον πας τον νόμον της τζι ισιώσαν, ομπρός ο τζιύρης τζιαι ταπισόν η μάνα με το κοπελλούδιν, κατά έξω τζι εχαθήκαν μες το πλήθος που εκατέβαιννεν που το τρένον.
Καλόν ταξίδιν κακομάζαλε Ανατόλη. Έσιεις να κλάψεις πολλά ως που να καταφέρεις να διαχειριστείς τον ναρκισσισμόν την ανθρωπότητας τζιαι του περιβάλλοντος που σου έτυχεν.
7 σχόλια:
«Ένωθα σαν να με εκράτεν εμέναν ένας γίγαντας ίσια με τρία σπίθκια ύψος τζιαι να με εσήκωννεν τζιαι να με κατέβαζεν μισόν όροφον ύψος, νομίζοντας ότι έτσι σιαίρουμαι [...]»
Χίλια Μπράβο και συγχαρητήρια για την ικανότητα αλλά προπάντων τη διάθεσή σου να μπεις στη θέση του μωρού! Τούτο με τους γίγαντες εν κάτι που πάντα κάμνω τζιαι πραγματικά διά σου τρομερό insight στο γιατί ΔΕΝ σιωπά το μωρό άμα το σούζεις σαν το φραπέ ή ακόμα τζιαι άμα το δέρνεις!
Για κάποιον λόγον έρκεται στον νούν μου η ιστορία που έγραψες για την λεμονιάν.
ιων
Sike έσιει πάντως κοπελλούθκια που εμάθαν να σσιωπούν άμαν τα σούζουν σαν το φραπέ. Άμαν τα δέρνουν δεν ηξέρω, θα πρέπει να τα έχουν τρομοκρατήσει πολλά πριν σε άλλες περιπτώσεις για να δουλεύκει.
Ίων εν που την ίδιαν κκελλέν που εφκήκαν τζιαι οι θκυό.
Τώρα νου δούμεν η επόμενη να δούμεν αν σου αθθυμήσει τίποτε.
παραστατικότατον
Εν με στο τρένο που το έγραψες; Αλλά πε μου που να συγκεντρωθείς!Διώ σου το που άντεξες. Αλλά...Ανατόλη; Είμαι σίουρη την μάνα λαλούν την Δυσή να πηαίνει ασορτί τζιαι στον τόνο. Αυτά είναι μαϊ χρέντ. Πολλά ωραίο ποστ!
(τωρά αγρόνισα την απάντησή σου)
στο φραπέ σιωπούν επειδή εππέσαν σε κώμα!!
Άρεσαν μου πολλά τούτη η μελαγχολία που φκαλη η ιστορία σου . Καλόν ταξίδιν κακομάζαλε Ανατόλη θα κουραστείς πολλα για να καταφέρεις να πας κόντρα (εύχομαι να το πετηχεις ) αυτού του αρρωστημένου μικρόκοσμου που μεγαλώνεις.
Δημοσίευση σχολίου