Που την οικογένειαν των Ηρανθοειδών (primulaceae), ευαίσθητον πλάσμαν που είναι, δεν αντέχει τον ανταγωνισμόν της μάζας των φυτών που θα έρτει με την φούρκαν της ανάπτυξης της φύσης. Μόλις λύσει το σιόνι τζιαι πρίν να έρτει η μάζα της χλωρίδας, θκυό-τρείς αχτίνες του νήλλιου κανούν την για να ξημουττήσει τζιαι να χαρεί το φως της άννοιξης πρώτη.
Πας τες μούττες των Άλπεων οι Σολδανέλλες αθθήσαν ήδη φέτη.
Στην Αθήναν η ευαίσθητη ομορκιά της Σολδανέλλας νώθει ακόμα το σιόνιν να ππέφτει τζιαι να στηβάζεται τζιαι καρτερα να έρτει η ώρα να γυρίσουν οι τζιαιροί. Νώθει την θλίψην του Γερμανικού σιειμώνα, που κατεβαίνει προς την Μεσόγειον τζιαι βαρεί κρυός σαν κατοχή.
Ο σιειμώνας πατά τζιαι ρέσσει τζιαι νομίζει ότι η νύχτα εν να μείνει μεγάλη πάντα τζιαι πους ο κόσμος μυσταρκός της κρυάδας πάντα εν να μείνει. Η άννοιξη όμως εν νομοτέλεια, τζιαι η σολδανέλλα ξέρει το. Όσον τζιαι να εν βαρετόν το σιόνιν που την ητσιλλά, καρτερά την ν΄αννοίξει τα φκιόρα της να χαρεί, να ομορφήσει τον κόσμον, να ομορφήσει την καρκιάν μου.
2 σχόλια:
Πολύ σωστά!
"Η άννοιξη όμως εν νομοτέλεια"...
Μακάρι!!!
Δημοσίευση σχολίου