Δεκατριών δεκατεσσάρων χρονών, οι ορμόνες των αθρώπων παθαίνουν έκρηξην. Τα αθώα μωρά μετατρέπονται σε άουρους μεν, πονηρούς δε άντρες τζιαι γεναίτζιες. Αδρωπεύκουν που λαλούμεν ή γεναιτζιέφκουν.
Στην παλιά παραδοσιακήν κοινωνίαν της Κύπρου, η παιδοφιλία ευλοήτουν, τζιαι που την οικογένειαν, τζιαι που την εκκλησίαν. Σε φτωσιές οικογένειες, μόλις μια κορούδα εθώρεν περίοδον, εδιούσαν την να πάει. Όι βέβαια σε κανέναν δωδεκάρην πιπιντζιάρην της ηλικίας της να παίζουν. Σε εικοσάρην, σε κοσπεντάρην, ακόμα τζιαι σε τριαντάρην αν ήταν εχούμενος, ο οποίος έκαμνεν του μωρού πράματα που κάμνουν οι ενήλικες μεταξύν τους. Το φαινόμενον εκράτησεν μέχρι τζιαι την γενιάν την δικήν μου. Η συμμαθήτρια μου η Βασούλλα* ήταν το τελευταίον θύμαν παιδοφιλίας που ευλόησεν ο παπάς του χωρκού μου. Μετά απαγόρευσεν το η αρχιεπισκοπή, διότι έκαμεν διαβήματα ο Ρολάνδης προς τον Αρχιεπίσκοπον να μεν τους πιάουν οι διεθνείς συμβάσεις για την προστασίαν του παιδιού τζιαι να γινεί το κράτος ρεζίλιν. Είμαστιν τζιαι ιμικατεχόμενη πατρίδα που αγωνίζεται…
Δεκατριών χρονών εχαρτώσαν την συμμαθήτριαν μου, δεκατεσσάρων επαντρέψαν την, δεκατεσσεράμισι εγίνην μάμμα. Τριανταθκυό εγίνην στετέ (μετά εχαρτώνναν τες δεκαπέντε για να τες παντρέψουν δεκαέξι που εδικαιούνταν, ειδεκανού, αν εσυνεχίζανμε τον παλιόν νόμον, η Βασούλλα θα εμπορούσεν να ήτουν στετέ τζιαι που τα κοσιοκτώ της). Οι τζιαιροί ύστερα αλλάξαν τζιαι τριαντατριών η Βασούλλα εχώρισεν. Η κόρη της εχώρισεν έναν χρόνον πιο ύστερα.
Οι ενήλικοι άνδρες του παλλιού τζιαιρού ήταν εις στην πλειοψηφίαν τους παιδόφιλοι.
Οι ενήλικες πουτάνες όμως δεν επααίνναν τζιαι παρκάτου. Όταν ετελλιώσαμεν την έχτην του δημοτικού, η μισή τάξη μου στο χωρκόν εφκήκεν που το σκολείον τζιαι μιτσιοί επήαν τέχνην. Αθθυμούμαι το σαν τωρά πόσον υποδεέστερος ένοιωσα όταν οι Αρφάεις της σειράς μου επκιάσαν τον πρώτον τους μισθόν (6 λίρες την εφτομάδαν) τζιαι επήαν ούλλοι στην Μαυρούν εις την Σκάλαν. Δεν ηξέρω αν τελικά εκαλλήτζιεψεν έστω τζιαι ένας την Μαυρούν. Καμπόσοι πάντως εις τα τριάντα τους επαραδεχτήκαν ότι εφοηθήκαν τόσον πολλά μόλις αντικρίσαν τιτσίραν την ιερόδουλην, που εχάθην το άουρον αντρικόν τους στοιχείον τζιαι επήεν το εξάλιρον μούχτιν. Είτε όμως εκάμαν την δουλειάν, είτε όι, εθεωρήθην ότι εποριφάναν. Εγινήκαν άνδρες. Πολλοί ποτζιείνους, μπορεί αδρώποι να μεν εγινήκαν ποττέ τους, άντρες όμως εγινήκαν που τα δεκατρία τους. Ποριφανίσκω είναι το ανάλογον ρήμαν με το ξηπαρθενεύκω για τες κορασιές. Έναν ρίφιν αρσηνικόν ποριφανίσκει τζιαι γίνεται τράουλλος την πρώτην φοράν που θα βατέψει αίγιαν. Ο τράουλλος μου ο Tom την πρώτην φοράν που εκαλλήτζιεψεν την αίγιαν μου την Μαυρούν, εκούντησεν με τόσην φόραν, που έγειρεν τζιαι έππεσεν ανάσσιελα πίσω. Η Μαυρού αν ήταν πλάσμαν τζιαι εμπόρηεν να γελάσει, ήσιαν να του ανηελά ακόμα.
Το ρήμαν ποριφανίσκω, υποδηλώννει το τελετουργικόν μύησης των μικρών εφήβων στην παραδοσιακήν κοινωνίαν όταν πααίννουν για πρώτην φοράν εις τον κκερχανέν να γνωρίσουν τον έρωταν.
* το όνομα τζιαι η ιστορία είναι σχεδόν φανταστικά
Εξήγηση 2.
Επορίφανεν ελαλούσαν όταν ο βοσκός επούλεν ούλλα τα ρίφκια τζι εμείνισκεν το κουπάιν με αίγες μόνον τζιαι τραούλλους. Όπως οι αθρώποι ξηπαιθκιώννουν άμαν παντρέψουν ούλλα τα παιθκιά τους, έτσι τζιαι οι βοσσιοί ποριφανίσκουν άμαν πέψουν τα ρίφκια τους εις το μασιέριν.
Εξήγηση 3
Το πορρυφαίνω γράφεται με δύο ρο τζιαι ύψιλον. Προέρχεται που το ρήμαν απορρυπαίνω. Η μετατροπή του πι στην κυπριακήν λαλιάν έδωκεν φι. Στα παλλιά τα χρόνια που δεν είχεν ττάγια, τιξάν, τζιαι ππέρσιλ οττομάτικ, εφουσκώνναν οι γεναίτζες τα ρούχα μες την αλουσίβαν να καθαρίσουν. Η αλουσίβα δεν είναι τίποτε άλλον που τον σταχτόν. Άμαν εφέφκαν οι τάτσες τζιαι οι λαθκιές, ελαλούσαν ότι τα ρούχα επορρυφάναν. Δηλαδή απορρυπανθήκαν όπως θα ελαλούσαν οι καλαμαρίζοντες σήμμερα.
Εξήγηση 4
Η λέξη εποροίφανεν, ή να ποροιφάνει είναι ρήμαν που χρησιμοποιείται μόνον στον αόριστον ή στον μέλλονταν ή στην υποτακτικήν. Είναι αγνώστου προέλευσης. Ούτε ο Παπαγγέλου ούτε ο Γιαγκουλλής την ήβραν ακόμα μπροστά τους για να την βάλουν ο ένας μες το λεξικόν του, ο άλλος μες τον θυσαυρόν του. Άρα κανένας δεν ηξέρει αν ηγράφεται με ήττα, με ύψιλον ή με γιώτα. Για αυτόν λοιπόν την εγράψαμεν στο κείμενον τούτον με όμικρον γιώτα για να προκαλέσουμεν. Μετά που θα θκιαβάσει το κείμενον τούτον ο Δρ. Γιαγκουλλής, είμαι σίουρος ότι είτε μιαν εφτομάδαν έρευνας, είτε θκυό του χρειαστεί, θα κάτσει να την ηψάξει για να έβρει την ετοιμολογίαν της τζιαι να μάθουμεν τζιαι μεις πως ηγράφεται πραγματικά. Τζιαι εν δεν την έβρει, θα μας κοττίσει μιαν που θα του κατεβεί, τζιαι μετά εμείς θα την κρατήσουμεν για την επιστημονικήν ετοιμολογίαν του ρήματος εποροίφανεν.
Εποροίφανεν (με γιώτα, με ήττα, με ύψιλον; ποιός ηξέρει...) το λέμεν για το φαΐν που εψήθην τζιαι το έσβησεν κάποιος που την φωθκιάν τζιαι το άφηκεν να τραβήσει τα ζουμιά του, να απορροφήσει, να ππέσει τζιαι η θερμοκρασία του λλίον, να δέσει πριν το σερβίρει.
Αθθημούμαι ακόμα την στετέν μου την Χατζιήναν άμαν έκαμνεν καραόλους με το ρύζιν τζι εμουντάρησκα να τους ρουφήσω μόλις τους εκατέβαζεν που την φωθκιάν που μου ελάλεν:
— «Τζιαι άφης τους να ποροιφάνουν λλίον τον γιον μου, τζι εν να κρούσεις τα σιείλη σου».
Όποιος έχει μιαν ιδέαν πως μπορεί να γράφεται το "να ποροιφάνει" ας το γράψει στα σχόλια διότι ο Δρ Γιαγκουλλής μπορεί να μεν θκιαβάζει μπλόγκς.
Εξήγηση 5, Κουγκάς
Να ποριφάνει δεν σημαίνει τίποτε. Είναι μαι φανταστική λέξη που την ήβρεν ο Aceras Anthropophoroum για να περιπαίζει τον κόσμον.
Εξήγηση 5, Κουγκάς
Να ποριφάνει δεν σημαίνει τίποτε. Είναι μαι φανταστική λέξη που την ήβρεν ο Aceras Anthropophoroum για να περιπαίζει τον κόσμον.
4 σχόλια:
εν την εξανάκουσα, ομολογώ αλλά εψήφισα το πρώτον, βασισμένον στο "πουλαροδείχνω" που πάλε εν εμπνευσμένον που τον κόσμον των χτηνών τζιαι υποδεθκνύει ηλικίαν!
καλημέρες!
Ίσως και να σημαίνουν όλα όσα λες,εκτός από το τελευταίο,αυτό έχει δικιά του κατηγορία.Θα ψηφίσω το πρώτο,μάλλον ένι ξέρω ακόμα.
To 2, (όπως το εποτρύισεν;)
Επειδή ούτε εγω την ξανακουσα ψηφίζω το 5, αλλά σαν εξήγηση άρεσε μου το 1.
Δημοσίευση σχολίου