Τρίτη 31 Αυγούστου 2010
Φκάλλουν βίρα κόσμον που μες τους λάκκους. Εν Τούρτζιοι, εν Γρισκιανοί; Πας τα κόκκαλα των πλασμάτων δεν δηλώνει θρησκείες. Θρησκείες τζιαι ιδεολογίες δηλώνει μόνον η συνείδηση των δολοφόνων.
Τι κκιάριν έχει έναν πλάσμαν που δεν πάσχει που σχιζοφρένειαν, κοινωνικοπάθειαν, ή παρανοϊκά σύνδρομα να πα να παίξει έναν άθρωπον τζιαι να σύρει το πτώμαν του μες τον λάκκον;
Ποιος μηχανισμός, ποιόν πολιτικόν σύστημαν, ποιες κοινωνικές σχέσεις, ποιες ατομικές ανθρώπινες αξίες, ποια ανθρώπινη αδυναμία, ποιά εξάρτηση μπορεί να κάμουν έναν ολόκληρον λαόν να ξέρει τους δολοφόνους τζιαι να τους καλύφκει κρύφοντας; Ένας λαός εν τζιαι εν κάτι το αφηρημένον. Εν σσιλιάδες άτομα που έχουν ατομικές αξίες, συνείδησην, αισθήματα. Εν Κυβέρνηση, δικαστές, γεννικοί εισαγγελείς, βουλευτές, πολιτικά κόμματα, οργανώσεις, βουλή, νόμοι, θρησκεία, εκκλησία, δασκάλοι, ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ποιητές.
Όταν ήμουν παιδίν δώδεκα, δεκατριών χρονών με νύχταν εφοούμουν, με πεθαμμένους. Το σπίτιν μου εν δίπλα που το νεκροταφείον. Η μάντρα με τες αίγες μας ήταν 300 μέτρα μακρυά που στην μάντραν που βάλλουν οι χωρκανοί μου μέσα τα λείψανα των πεθαμμένων τους. Άμαν ετζιοιλιοπόναν μια αίγια νύχταν, άκουα το κλάμαν της που το παναθύριν μου τζιαι εσηκώννουμουν η ώρα μια, η ώρα θκυό, ή ώρα τέσσερις το πρωίν να πα να την πογεννήσω. Επέρνουν που έναν μονοπατούδιν χωρίς φως δίπλα που τους καλαμιώνες μες τα σκοτεινά τζιαι δεν εδειλείουν. Έξερα ήδη πως τα φαντάσματα ήταν μες την φαντασίαν του αθρώπου τζιαι δεν τα εφοούμουν.
Μιαν ημέραν είδα κόσμον να βουρά προς το νεκροταφείον πρωίν πρωίν. Εβούρησα τζιαι γω. Εφωνάζαν ότι ήβραν έναν άλυτον αννοίωντας έναν παλιόν οικογενειακόν τάφον. Η στετέ μου ελάλεν ότι άμαν αυτοκτονήσει έναν πλάσμαν, ή άμαν εν αβάφτιστον τζιαι δεν του θκιαβάσει ο παπάς πον να τον θάψουν, ο θεός δεν τον αφήνει να λύσει να πνάσει η ψυσιή του.
Έφτασα στο νεκροταφείον που τους πρώτους, τζιαι ήβρα τον μακαρίτην τον Τζιόρτζιην τον νεκροθάφτην να ξηγωνιάζει προσεκτικά τα παπούτσια ενός λεψάνου του οποίου η πέτσα ήταν κολλημένη πας τα κόκκαλα. Ήταν θαμμένος περίπου έναν ανάμισι πόδιν βάθος κάτω που το χώμαν. Εφόρεν κοστούμιν τζιαι γραβάταν. Κάτω που τον σάκκον του κουστουμιού εφόρεν πουκάμισον άσπρον. Είσιεν μαλλιά τζιαι μουστακούιν ακόμα πάνω στα ξερά του σιείλη.
Εσυνάχτην τζιειαμαί το χωρκόν ούλλον. Οι υποθέσεις εδιούσαν τζιαι πέρναν. Είπα κάποιου με την παιδικήν μου αφέλειαν την δικήν μου εκδοχήν.
- Δεν έν που εν του εθκιάβασεν ο παπάς μάνα μου, είπεν μου ο παππούλης που του την είπα. Αν τον εθάβκαν λλίον πιο βαθκιά τζιείνοι που τον εθάψαν, ήταν να λύσει όπως ηλιεί ο κόσμος ούλλος. Εν που βιάζουνταν να τον θάψουν μάνι-μάνι να μεν τους δει κανένας ως που να ξημερώσει τζιαι θάψαν τον ξέβαθα που εν έλυσεν το πλάσμαν.
Ο κυνισμός των αθρώπων ετρόμαξεν την παιδικήν μου ψυσιήν τζιαι εγέλουν τζιαι εχχαχχάνιζα τζιαι γω για να κρύψω τον φόβο μου. Εγελούσαν τζι επειράζαν τον Τζιόρτζιην. Είπαν ότι σαν έσγαφφεν, έδωκεν μιαν τσαππιάν πας το πόδιν του λειψάνου. Το πόδιν εσηκώστην ττζιαι έδωκεν μιαν κλωτσιάν πας τον κώλον του νεκροθάφτη τζιαι χαζίριν να σπάσει που τον φόον του. Εκουμπήσαν το λείψανον κάθοντας σ΄έναν διπλανόν σταυρόν. Εφκάλλαν φωτογραφίες μιτά του. Είσιεν έναν κορνιόζον, εν αθθυμούμε ποιος ήταν, έβαλεν του γυαλιά του ήλιου τζιαι εφωτογραφίστην δίπλα του αγκαλιάν. Οι πιο σοβαροί, είπαν τους νέους να παραιτήσουν τες πελλάρες. Έπρεπεν να λύσουν το μυστήριον.
Έσιεν έναν που είπεν ότι μπορεί να εν ο γιος του Κ. ο αγνοούμενος. Τα μαλλιά του λειψάνου ήταν καστανόξαθθα όπως του νέου τζιείνου. Ισχυρίζετουν ότι δεν ήταν αγνοούμενος του πολέμου αλλά επαίξαν τον οι πραξικοπηματίες που ήταν αριστερός τζιαι εθάψαν τον άρον-άρον όπου εφτάσαν. Έβαλεν τον Τζιόρτζιην να ανοίξει το σακκάκιν του άλυτου να δουν αν έφαεν σφαίραν. Όντος. Το πουκάμισον το άσπρον, παρόλον που ελερώθηκεν που τα χώματα τζιαι που τα νερά, γυρόν που την καρδίαν ήταν τατσομένον σκούρον. Πρέπει να είσιεν χάσει πολλήν γιαίμαν. Οι χωρκανοί εγινήκαν ούλλοι ιατροδικαστές. Είσιεν έναν άλλον που άρκεψεν να ψαχουλλέφκει το λείψανον τζιειαμαί που το πουκάμισον ήταν σκούρον. Το ιατροδικαστικόν του πόρισμαν ελάλεν ότι η τρύπα η μεγάλη ήταν προς τα ομπρός. Άρα την σφαίραν έφαεν την που πίσω. Άλλος "ιατροδικαστής" εκατέρριψεν την υπόθεσην ότι εν ο γιος του Κ. διότι όντας στρατιώτης, πού είσιεν να έβρει τον σάκκον τζιαι την γραβάταν που εφόρεν ο άλυτος; Άκουσα τον να ψυθιρίζει κάποιου ότι εν ναν κανέναν Τουρτζίν που εσκοτώσαν οι Εοκαβητατζιήες μεταξύ του πρώτου τζιαι του δευτέρου γυρού της εισβολής. Ελαλούσαν ότι ετρώαν τζιαι πίνναν μες τα περβόλια αντίς να παν εις το μέτωπον, τζιαι την νύχταν επηαίνναν τζιαι εκλέφταν ή επειράζαν χανούμισσες μες τα τουρκοχώρκα της μεσαρκάς.
Τα πράματα αρκέψαν τζιαι σοβαρέφκαν. Δεν εχχαχχανίζαν πκιόν. Κάποιος επήεν τζι έφερεν τον μουχτάρην. Ο μουχτάρης ήταν ποτζιείνους τους Μακαριακούς που ελαλούσαν ότι μετά το πραξικόπημαν εγύρισεν τζιαι επήεν με την Ένωσην. Μετά τον πόλεμον εξαναγίνην πάλε Μακαριακός. Ήρτεν άρον-άρον τζιαι ο αρχηγός τους Εοκαβητατζιήες. Εσυζητούσαν πότε κρυφά πότε φανερά. Εκατάλαβα ότι κάτι σοβαρόν έκρυφκεν η υπόθεση.
Μέσα που τους ψύθιρους τζιαι τα μουρμουρητά εδιαδώθην άλλη εκδοχή. Είπαν ότι εν ο πεθθερός του γιου του Μίσιημου που επέθανεν πρόσφατα. Ο μουχτάρης έπεψεν έναν πρώην εοκαβητατζιήν να πα να τον φέρει να μαρτυρίσει αν εν αλήθκεια. Ο Τζιόρτζιης είπεν "εγώ έτσι τάφον έν έφκαλα". Κανένας δεν εθέλησεν να του δώκει σημασίαν. Εγώ όμως επίστεψα του. Το πουκάμισον το τατσομένον είδα το με τα μμάθκια μου. Είδα τζιαι την τρύπαν πας την πέτσαν την ξερήν. Είδα τζιαι τα μαλλιά τα καστανόξαθθα που δεν ήταν γεροντίσιμα. Παρόλον που ήμουν μωρόν, εκαταλάββεννα ότι δεν είναι δυνατόν να θάψουν πλάσμαν νόμιμα ανάμισι πόδιν βάθος. Πως θα εδέχουνταν οι συγγενείς του; Πως θα εδέχετουν ο Παπάς να του θκιαβάσει;
Εκατέφτασεν τζιαι ο αστυνομικός ο Μάκης. Ελαλούσαν ότι ήταν τζιαι τούτος πουτζιείνους τους εοκαβητατζιήες τους ανεμόμυλους που μετά τον πόλεμον εφοήθην πως εν να χάσει την δουλειάν του τζιαι εγίνην τζιαι τούτος μακαριακός. Έπιασεν κατάθεσην που τον Τζιόρτζιην. Έφτασεν τζιαι ο γιος του Μίσιημου. τζιαι εκατάθεσεν πως εν ο πεθθερός του. Είπεν τζιαι του κόσμου να διαλυθεί τζιαι να παραιτήσουν τες μαλακίες τζιαι να ξαναθάψουν τον συγγενήν του.
Επήαν τζιαι φέραν τον Παπάν. Εμαρτύρισεν ότι εν αυτός που έθαψεν τον πεθθερόν του Μίσιημου. Δεν αθθυμάτουν όμως αν ήταν τζιειαμαί. Εθκιαβασεν του λειψάνου να το ξαναθάψουν. Εκαρτέρουν με μεγάλην αγωνίαν να δώ αν εν αλήθκεια της στετές μου ότι άμαν θκιαβάσει ο Παπάς του λειψάνου του άλυτου λιώνουν τα ρούχα, οι πέτσες, τα μαλλιά τζιαι μεινίσκουν μόνον τα κόκκαλα. Τίποτε δεν εγίνην ποτούτα. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν κανένας Τούρκος τζιαι δεν επιάνναν τα θκιαβαστικά τα δικά μας.
Που τζιείνην την ημέρα εφοήθηκα την νύχταν. Άμαν εγένναν καμιά τσούρα νύχταν, ώστι να πάω στην μάντραν, ήταν να σπάσω που τον φόον μου. Νύχταν μόνος μου επήαιννα πάντα βουρητός. Έφκαιννεν η ψυσιή του άλυτου που τους καλαμιώνες τζιαι εφώναζεν. Εβούραν με που πίσω. Μετά που εμεγάλωσα, ο φόος τζιείνος εγίνην φόος προς την εξουσίαν τζιαι τους εκπροσώπους της. Μπορεί να είμουν μιτσής, αλλά το έγγλημαν της μικρής κοινωνίας του χωρκού μου εσημάθκιασεν με παραπάνω που το έγγλημαν του δολοφόνου του άλυτου. Από τότες, κατά βάθος δεν πεϊντίζω με μουχτάρηες, με παπάες, με αστυνομικούς, με γέρους, με οργανωμένα σύνολα. Με τζιείνους, με τα λόγια τους. Φοούμαι μόνον την εξουσίαν τους τζιαι την δύναμην που έχουν να γεννούν δολοφόνους τζιαι να τους καλύφκουν να μεν τιμωρούνται, ούτε που το κράτος, ούτε που την συνείδησην τους.
Που τότες, κατά βάθος, δεν πιστεύκω επίσεις κανέναν ότι υπερασπίζεται το δίκαιον. Υπερασπίζεται το μόνον άμαν εν μούχτιν τζιαι συνόξοα. Άμαν κουστίζει έστω τζιαι τσάς λλίον ρίσκον, λουφάζει, όπως ελούφαξεν ένας λαός μπροστά στες ψυσιές εκατοντάδες συνπατριωτών μας που στοισιώννουν μες τους νεκατώλακκους. Την ψυσιήν του άλυτου δεν την υπερασπιστήκαν ούτε καν οι συγγενείς των αγνοουμένων που το ακούσαν τζιαι ήρταν τζιειαμαί να δουν αν εν ο δικός τους. Ίσως ναν ο πόνος που ενοιώσαν ξύνοντας πας την δικήν τους πληγήν, ίσως ναν ο φόος μπας τζιαι γινούν τζιαι τζιείνοι αγνοούμενοι μιαν ημέραν, ίσως ναν η εγωιστική απογοήτεψη ότι δεν ήβραν τον δικόν τους νεκρόν, ίσως ναν το μίσος προς τους εχθρούς, τζιαι κατ΄επέκτασην προς τους δικούς τους αγνοουμένους, ίσως, ίσως, ίσως... Κανένας δεν υπερασπίστηκεν το δικαίωμαν της μάνας του άλυτου να κλάψει το παιδίν της.
Μαζίν με τον άλυτον, ο Τζιόρτζιης ο νεκροθάφτης εξήθαψεν τζιαι την υποκρισίαν της κοινωνίας που με ανάγιωσεν. Τζιαι ξαναθάφκοντας τον, έθαψεν τζιαι την πίστην μου προς μιαν κοινωνίαν δικαίου, τζιαι την δύναμην μου να γράψω πραγματικές ιστορίες που ακούουνται ψυθιριστά μες του καφενέδες για να γράφω παραμύθκια της φαντασίας.
Οποιαδήποτε ομοιότης με πραγματικά πρόσωπα η γεγονότα είναι τυχαία σύμπτωσις.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
19 σχόλια:
ως συνήθως, πολλά ζωντανή, δυνατή τζιαι τάγκα κέντρον η αφήγηση σου σύντροφε...
Εθύμησες μου τες Μικρές Ατιμίες του Καρνέζη.
Πολλά ωραία η ιστορία σου, τζαι καλογραμμένη.
έγραψες, aceras.. πολλά δυνατή τούτη η ιστορία σου..
Α ρε Ασέρα...
Mόνον οι αλήθκειες γράφονται έτσι όμορφα!!!!
Ο Άλυτος θέλει ξίθαμμαν τζιαι δικαίωση. Για να παρετήσουμε να φοούμαστεν τα σκοτεινά.
Η Stala(g)matia κτύπησε κέντρον: "Mόνον οι αλήθκειες γράφονται έτσι όμορφα!!!!", αλλά τζιαι φοητσιάρικα!
Ακόμα μια αλήθκεια στο link: http://aneforiwn.blogspot.com/2010/06/412010.html
http://www.youtube.com/watch?v=N-NGweGO3WA
Πολλά ωαρία τζιαι δυνατή η ιστορία σου φίλε Ασέρα. Δυστυχώς εν όπως τα λαλείς...
που κανένα πλάσμα σαν εσένα ακούμε κάποιες αληθκειες! οι άλλοι εν ούλλοι βουτημέννοι μες τα σκατά
άσπρομαύρο
Κάπου εθκιάβασα πως ο Ιωαννίδης μπήκε μέσα στο γραφείο του Μακαρίου και του είπε πως έχει μια κα-τα-πληκτική ιδέα για να υλοποιήσει το όραμα της ένωσης..
Ο Μακάριος του είπε,
είμαι όλος αυτιά! και ο Ιωαννίδης του είπε να ξεπαστρέψει τους ΤΚ μέσα σε μία νύχτα.
Ο Μακάριος είπε στη Χριστίνα Σφαλάντζι που έδινε την συνέντευξη πως τον πέταξε έξω από το γραφείο του..
η ειρωνεία είναι πως ακόμη και σήμερα που ανοίγει το ένα πηγάδι μετά το άλλο δεν θα μάθουμε ποτέ τελικά αν ο Μακάριος έλεγε την αλήθεια ή όχι..
Μα είναι σύμπτωσις;
Ενεκατωθηκαν τα στομάσια μου, πάντως.
Αραγε κατ' αναλογία τι εμπνεύσεις θα εχουν τα κοπελλούθκια μας όταν θα βρίσκονται στην ηλικία μας;
Υπέροχη ιστορία και ιδιαίτερη απόλαυση η ανάγνωση της πλούσιας και μουσικής Κυπριακής Ελληνικής Γλώσσας. Συγχαρητήρια από έναν ελλαδίτη που αγαπά πολύ την Κύπρο!
Μακάρι να μπορούσαν ούλλοι να το θκιαβάσουν τούτο. Τζαι να το καταλάβουν έτσι όπως εσύ το εννοείς.. Τζαι να το νιώσουν ως τα εσσώψυχα τους.. Χωρίς τους φανατισμούς τους τζαι τες δήθεν ιδεολογίες τους..
Ευχαριστούμε που το μοιράστηκες μαζί μας Ασέρα.
Άψογος ρε φίλε μου. Που την ιστορία, ως την περιγραφή και το γράψιμο. Εφόρτισες με συναισθηματικά πάλε.
Φίλε Aceras σε σιερετώ.
Δυνατό κείμενο. Αυθεντικό τζιαι Ακερίτικο
Όσα λαλείς εν αλήθκειες του τόπου μας που υπόφερε τζιαι υποφέρει πολλά ακόμα.
Εσκέφτηκες το!
Στην Κύπρον τούτον τον τζιαιρόν τα παιθκιά, μεσίληκες, τσακκισμένοι, με άσπρα μαλλιά, με ρυτίδες, με παιθκιά τζιαι με αγγόνια καμμιά φορά, κηδεύκουν τους γονιούς τους.
Τζιαι οι γονιοί τους εν νέοι, λεβέντες, όμορφοι, εικοσάρηες, τριαντάρηες, που εν επροκάμαν να γεράσουν.
Εν μια οδυνηρή πραγματικότητα του τόπου μας
Αθθυμήθηκα ένα στίχο του Ηλία Γεωργίου που την Αλάμπρα που λαλεί:
' Να λείπασιν οι πόλεμοι με τους γερημιασμούς τους,
ήταν να ζιούσιν τα παιθκιά να θάφκουν τους γονιούς τους'
Αν τζιαι ο Ηλίας εν αυτονόητον πως το εννοά, η μόνη αλήθκεια ένι ότι οι πόλεμοι τζιαι οι ανοησίες των αθρώπων γερημιάζουν τους τόπους τζιαι τα πλάσματα.
Μα που εχάθηκες τζια άφηκες μας του λάκκους τζιαι τζείνον το δεντρόν που εν σαν την τζιεφαλην της Μέδουσας;
.-))
Που εχάθηκες??
Σιωπώ τζιαι καρτερώ φίλε Ασιερα
Δημοσίευση σχολίου