Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Το καβενούιν της Αρνάκας: επεισόδιον 5ον τζιαι τελευταίον

Για όσους καταφθάννουν τωρά τζιαι δεν ξέρουν τι επροηγήθην, το προηγούμενον επισόδειον εδώ

Ρηάλια πολλά ο Θεορής άρκεψεν πραγματικά να κάμνει μετά το 1998. Ο ίδιος ο ταξιτζιής που του άννοιξεν τες δουλειές με τους τουρίστες, ήρτεν μιαν ημέραν τζι εζήτησεν του θκυο σσιλιάες λίρες δανεικά. Είπεν του ότι εν να του δώκει δκυόμισι σσιλιάες λίρες πίσω σε έξι μήνες. Στην αρκήν εν επίστευκεν ότι με τες μετοχές εμπόρειεν να διπλάσει τα ρηάλια έτσι εύκολα. Ο ταξιτζιής έκατσεν τζι εξήγησεν του είνταλοης δουλεύκει το πράμαν. Εδάνεισεν του τες με την προϋπόθεσην να του δώκει θκυο σσιλιάες οχτακόσιες μόλις τες πιάει πίσω. Έβαλεν του τζιαι το ταξίν υποθήκην αν δεν του τα δώκει πίσω.

Τες πρώτες του μετοχές ο Θεορής εγόρασεν τες εις το τρίμηνον, όταν ο ταξιτζιής ήρτεν να του ξοφλήσει το χρέος. Μόλις εδιπλάσαν οι μετοχές της τράπεζας, ο ταξιτζιής επούλησεν τες μισές τζιαι έφερεν του πίσω τα ρηάλια. Εκούρτισεν τον τζιαι παίζαν μαζίν. Ο ταξιτζιής είσιεν έναν γαμπρόν που εδούλεφκεν στην τράπεζαν τζιαι ελάλεν τους είνταλοης πρέπει να παίζουν.

Σήμμερα ο Θεορής δεν ιζιεί πιον εις το χωρκόν. Τζιείνον που εφοάτουν τον τζιαιρόν που ήταν σκάπουλλος, έπαθεν το τωρά που εγέρασεν. Μεινήσκει κάτω στην πόλην, σε έναν μέλαθρον ευγηρίας. Την ώραν που γράφεται η ιστορία, έπιαεν τα 87. Κάθεται ούλλη μέρα με τες πιζιάμες πας σε μιαν αναπηρικήν. Εχτύπησεν του το ππάρκισσον τζιαι ούτε κουτάλιν να φαει εν καταφέρνει να κρατήσει. Μπουκκώννουν τον οι νοσοκόμες σαν το μωρόν, είτε τ΄αρέσκει το φαΐν, είτε εν τ΄αρέσκει. Στην αρκήν έφτυννεν το άμαν εν του άρεσκεν, αλλά μιαν ημέραν έκοψεν τον μόνον του ττεναφάν μια αρκονοσοκόμα Κυπραία, τζιαι μόλις της το έφτυσεν, έδωκεν του τρεις ττοππουζιές μες τα πλαΐτζια τζιαι έστρωσεν τον να καταπίννει τζιαι να μεν λαλεί τίποτε.

Άμαν θωρεί την Κυπραίαν την πασιάν, κάμνει πους τζιοιμάται. Πολλές φορές σφίγγεται να μεν σιεστεί όσον είναι τζιείνη βάρδιαν. Προτιμά την Νίναν την Πολωνέζαν τζιαι την Σέλιαν την μαυρούν, που την ώραν που τον ιξισκατίζουν, εν του λαλούν λόγια που να τον κάμνουν να αντρέπεται.

Θα επροτίμαν να χάσει, όπως την κοτζιάκαρην την Μαρτούν που δεν καταλάβει είνταν που της γίνεται. Πριν να τα χάσει η κακορίζιτζιη, όρκιζεν τες κόρες της να μεν την βάλουν σε γεροκομείον. Τωρά που έχασεν, τζιαι πετάξαν την τζιει μέσα, λαλεί «ωσπολλάτε που ήβραν οι κόρες μου τουν την καμαρούν τζιαι νοικιάσαν μου δαμαί, να πααίννω να κάμνω λλίην παρέαν στο καβενούιν που έσιει πάντα κόσμον να μεν είμαι μόνη μου... Ο Θεορής όμως ιζιει το μαρτύριον να τα έσιει τετρακόσια. Μπορεί να τον επρόδωσεν το σώμαν του τζιαι να μεν του υπακούει ούτε καν για να συγκρατεί το κατούρημαν του, καταλάβει όμως τα πάντα ότι γίνεται γυρόν του.

Αν έξερεν είνταλοης ήταν ναν η συνέχεια της ζωής του, ήταν να τα κανονίσει να πεθάνει την ίδιαν ημέραν που πέθανεν η Φωτού, να μετανοήσει τζιαι να πάει στην δεξιάν του θεού, να ζήσει τζιαι την άλλην του ζωήν μητά της.

Την ώραν που επεθάνισκεν η Φωτού, εκαρτέραν να του πει ότι ήταν ένας άχρηστος κοτσιρόσσιυλλος που τίποτε εν εκατάφερεν εις την ζωήν του. Την ώραν που εψυχομάσιεν, ο Θεορής εσκέφτετουν ούλους τζιείνους τους κόπους που εγινήκαν καπνός του χρηματιστηρίου, που να όψεται ο ταξιτζιής που του έβαλεν το σκουλούτζιην του κουμαρκού. Την ώραν που την ετζιοινώναν ο Παπαπόντιος, τζιείνος εβασανίζετουν πως εν να της ιζητήσει να του σσυχχωρήσει που με την περιουσίαν που κάμαν μαζίν, εφάαν του τζιαι τον καβενέν που κληρονόμησεν τζιείνη που την οικογένειαν της. Έφερνεν εις τον νουν του την ώραν που ήρτεν ο Ζεμπύλας να τους ιφκάλει έξω τζιαι που το σπίτιν. Εθώρεν τους αρκάτες του να φκάλλουν την ταπέλλαν την τσίγγενην που έγραφεν «καφενείον» τζιαι να βάλλουν πλαστικήν με φλορένσες που να γράφει «Zembilas Souvenir Shop ». Εθώρεν ομπρός του την Φωτούν που εφορτόννετουν βριχτή τα έπιπλα με την Σβετλάναν να μετακομίζουν εις το σπιτούιν της αρφότεγνης της που τους έβαλεν έσσω να μεν τζιοιμηθούν μες τες στράτες. Τζιείνος εκόλιεν τζιαι χώννετουν πίσω που τους τοίχους να μεν φαίνουνται τα μμάθκια του που ετρέχαν, ενώ η Φωτού έκαμνεν την καρκιάν της πέτραν τζιαι έν ελάλεν λέξην. Εν ελάλεν λέξην όπως τζιαι την ώραν που εκαρτέραν τον χάρον να ρτει να της παρει την ψυσιήν.

Εθώρεν την να σβήννει τζιαι εγύριζεν ώραν ώραν που την άλλην τζιαι σφόντζιζεν τα δάκρυκα του. Εφοάτουν εις τον τόπον της. «Ίνταλόις είναι άραγες σου την ώραν που εν να ξικολλά η ψυσιή της που το σώμαν της; Πόση εν ναν η βία πουν να νοιώθει την ώραν που εν να περνά που την άλλην μερκάν του κόσμου μόνη της με δίχα την ζωήν;» Η Φωτού την παραπάνω ώραν είσιεν τα ππάθκια της καμμημένα. Άννοιξεν τα την ώραν που την ετζιοινώναν ο Παπάς. Δεν εθώρεν ούτε τον Παπάν, ούτε τον Θεορήν. Εθώρεν στο πούποτε σαν να τζιαι η ζωή ήδη εγκατέλειψεν την. Έτσι εθώρεν τζιαι την ημέραν που εγκαταλείπαν το σπίτιν. Αθθημάτουν το ο Θεορής σαν να ήταν εχτές. Άμαν τζιαι φτζιόρώσεν το σπίτιν, έβκην τζιαι βάωσεν τζιαι εν εδίκλεισεν πίσω να το δει. Εθώρεν αόριστα στο πούποτε προς τον ορίζονταν ως την θάλασσαν, όπως εθώρεν τζιαι την ώραν που την εμεταλάβαν.

Ο Θεορής εκαρτέραν ότι πριν αν ξιψυσισει, πως εν να ννοίξει το στόμαν της τζιαι να του πει όσα εν του είπεν τζιείνην την ημέραν. Άμαν έφυεν ο Παπάς, άννοιξεν τα μμάθκια της πάλε τζιαι είδεν τον κατάμματα .Ο Θεορής ένωσεν την βράστην της ζωής τζιαι το ριόν του χάρου την ίδιαν ώραν να τον τυλίουν. Το βλέμμαν της ήταν όπως μιαν φοράν που άννοιξεν τα μμάθκια της σαν εκάμναν έρωταν. Πάντα είσιεν καμμημένα τα μμάθκια της άμαν εκάμναν έρωταν. Κάποτε, σπανίως, άννοιεν τα τζιαι σε τζιείνες τες στιγμές ένωννεν την ζωήν της με την ζωήν του. Εκαρτέραν να του πει για το σπίτιν, για τα ρηάλια, για τα παιθκιά που έν εκάμαν.

– Να άφτεις την καντήλαν των Αγίων. Είπεν του ήρεμα τζιαι πράα.

Εκάμμησεν τα μμάθκια της τζιαι έν τα ξαναάννοιξεν πιον. Τζιείνην την στιγμήν εσκέφτην να κάμει κάτι να πάει μητά της. Να αφήκει την ζωήν του ενωμένην με την δικήν της. Ο Χάρος όμως ήρτεν να πάρει μόνον την Φωτούν.

Στο γεροκομείον τους φτωχούς, η τελευταία κοτζιάκαρη που φέραν μες ήταν η Λέλλα. Για καμπόσες ημέρες επόφεφκεν την ο Θεορής όσον έμπορεν.

Μιαν ημέραν του Μάρτη, η Νίνα τζιαι η Σέλια εκατταρκάσαν τες αναπηρικές καρέκλες στο καταλιάιν. Έβαλλαν έναν γέρον, μιαν κοτζιάκαρην, έναν γέρον μιαν κοτζιάκαρην τζι εστοισιηματίζαν ποιος εν να ερωτετευτεί ποιαν.

Τζιαι η Λέλλα είσιεν τα τετρακόσια. Μόλις είδεν τον Θεορήν δίπλα της εγρώνισεν τον.

– Ζιείς τζιαι σου κόμα; Λαλεί του η Λέλλα πειράζοντας τον.

Ο Θεορής εν τζιαι εμείνισκεν πουκάτω.

– Αθθημάσαι που ελάλες ότι εν να καμμάς τα μμάθκια σου τζιαι να θωρείς λεβέντηες; Λαλείς της τζιείνος.
– Τελικά εσού είσαι ο καλός. Η ώρα μας κοντεύκει τζιαι πον να θέλει να ρέξουμεν την θάλασσαν να πάμεν που την άλλην πάνταν του κόσμου, με λεβέντηες εν να μας σώσουν με καλλονές. Μόνον η Παναΐα αν σε λυπηθεί τζιαι δώκει σου το σιέριν της. Εσού είσαι τυχερός που την επροσκύνησες τζιαι έσιεις τα καλά μιτά της, δοξάζω το όνομαν της τζιαι την χάρην τους. Ας με λυπηθεί τζιαι μέναν την αμαρτωλήν.
– Εγιώ έρεξα την θάλασσαν. Την ώραν που την επέρνουν, έν ήρτεν ο χάρος να με πάρει τζιαι άρπαξεν με ένας καλικάντζιαρος τζιαι έφερεν με δαμέσα. Είχαμεν διαφορές με κάτι ρηάλια που ελάλεν πους του έφαα. Είπεν πους εν εσεβάστηκα το συμβόλαιον τζιαι έφαα του το μερίδιον του. Έκαμεν με τζιαι μέναν καλικάντζιαρον τζιαι εβάωσεν με καμπόσα γρόνια φυλακήν μες τουν το νεκροταφείον. Έβαλεν μου τιμωρίαν να μεν ιφκαίννω έξω ούτε τα δωδεκάμερα ασσεν τζιαι λλίες νύχτες τον γρόνον να σιαίρεται έναν κουτσίν η καρκιά μου.
– Εν λαλείς ως πολλάται που μας ταΐζουν τζιαι ξισκατίζουν μας να μεν ιβρωμίσουμεν.
– Αν μεν ετράβουν πίσω τζιείνην την ημέραν με την καλικαντζιάραν, τουλάχιστον ήταν να μου μείνη η γλύκα τζιαι να με πάρουν μητά τους που τότες να μεν τραβήσω ότι ετράβησα.
– Μακάρι να εκαταλάβισκα ίνταν που θέλεις να πεις κακομάζαλε. Αλλον που ποθαμμένους τζιαι πελλούς εν ιβρίσκεις μες τουν το σπίτιν. Είπεν του η Λέλλα τζιαι μούλλωσεν τζιαι τζιείνη σαν τους υπόλοιπους.

Που τους 8 γέρους τζιαι κοτζιάκαρες που εκάθουνταν ούλον το δείλης στο καταλιάιν, ήταν οι μόνες κουβέντες που ειπωθήκαν. Οι άλλοι γέροι εμαστουρώνναν ψία τζιαι κάμναν προπόνησην για την άλλην τους ζωήν. Η Νίνα τζιαι η Σέλια που τους επαρατηρούσαν κρυφά-κρυφά που το παράθυρον τους σπιθκιού, άλλα ενομίζαν πους ελαλούσαν. Μόλις τους είδεν η Σέλια να κουβεγκιάζουν, εμιτσοκάμμισεν της Νίνας τζιαι λαλεί της:

– Είες που είπα σου. Κέρτισα εγιώ σήμμερα κόρη. At four oclock you pay an ice cream τζιαι expresso στο κκαφέ.

Εμιτσοκάμμισεν της τζιαι η Νίνα τζιαι εσυνεχίσαν να διπλώννουν σεντόνια ως που να ρτει η ώρα τέσσερεις να βάλουν τους γέρους έσσω τζιαι να σκολάσουν.

17 σχόλια:

Aceras Anthropophorum είπε...

άτε, έβαλα σας τζιαι το τέλος. Εχτές ούλλη μέρα εσιόνιζεν τζιαι είχα ώραν να το δουλέψω. Σήμερα άσπρισεν ο τόπος. Άννοιξεν ο τζιαιρός τζιαι άννοιξεν τζιαι η καρκιά μας. Αφήννω σας την ιστορίαν τζιαι πάω με τα μωρά στην λίμνην να φάμεν παγωτόν να βράσουμεν τζιαι να γλυκάνει το δόντιν μας. Καλήν Κυριακήν.

stalamatia είπε...

Εν η αλήθκια εν εκαρτέρουν τούτον το τέλος.Ακου ο Θεορής να τα φάϊ στες μετοχές και τα κουμάρκα!!.Ο ταξιτζής ήταν χάκκιν του, εξεπέρασεν τον .
Αρεσε μου η φράσει εκείνη που λες(Πόση εν ναν η βία που να νιώθει την ώρα που περνά που την άλλην μερκά του κόσμου μόνη της δίχα ψυχή)?.
Ο Θεορής δεν είχε κανέναν οι άλλοι που έχουν παιδιά και καταλήγουν στα γηροκομεία?

Leni είπε...

Πολύ ωραία ιστορία Ασέρα. Εν επρολάβαινα να διαβάσω τα επεισόδια ένα-ένα, έκατσα τζαι εθκιάβασα τα ούλλα τωρά!
Ενημέρωσ'μας όταν κυκλοφορήσει το βιβλίο!

dokisisofi είπε...

ούτε περιγραφές, ούτε αφήγηση, ούτε διαλόγοι, ούτε κάτι να γίνεται..ενι ξέρω εν μου άρεσε ρε φιλε. Για άρθρον ε.... Διήγημαν όμως, λογοτεχνικό τελοσπάντων, έννενει. Χωρίς παρεξήγηση αλλά το βρίσκω κουραστικό και ανούσιο.

Aceras Anthropophorum είπε...

Περιμένω να δώ τι θα πουν τζιαι άλλοι για να καταλάβω αν είναι ζήτημαν γούστου η αν το γραψίμιν θέλει άλλαμαν. Ομολογώ ότι είναι το τρίτον μου κείμενον που δεν είναι παραμύθιν τζιαι δεν νοιώθω ακόμα σίουρος για τον εαυτόν μου σε τούτον το στύλ.

Unknown είπε...

Επερίμενα να τελειώσει για να σου βάλω το σχόλιο μου.

Δεν είμαι φιλόλογος για να μπορώ να κρίνω τα τεχνικά χαρακτηριστικά του κειμένου σου.

Τζείνο που ξέρω είναι πως μου άρεσε η κεντρική ιδέα τελοσπάντων της ιστορίας. Τζιαι για μας τους μιτσόττερους (ειδικά εμένα που εν έζησα ποττέ σε χωρκό) έτσι είδους κείμενα εν πολλά ενδιαφέροντα. Αρέσαν μου διάφορες λεπτομέρειες που έβαλλες ποτζεί ποδά, νομίζω εν το στυλ σου γενικά τούτο.

Πάντως μόνον τζιαι μόνο ότι κάθε Κυριακή εκαρτέρουν να θκιεβάσω το επόμενο μέρος πάει να πει πως εμένα τουλάχιστον εκίνησε μου το ενδιαφέρον.

stalamatia είπε...

Εγιώ νομίζω πως το τελευταίο επεισόδιο ετέλιωσες το βιαστικά.
Για παράδειγμα την Σβετλάναν και τον Αντωνή τους αφαίρεσες απότομα σαν να τζιαι εν υπήρξαν,Ενώ στα άλλα επεισόδια ήταν κατα κάποιον τρόπο μέρος της υπόθεσης.Έβαλες τον ταξιτζή κάπως ξερά, ψεκάστε σκουπίστε τελειώσατε.Και την Φωτούν επόφκαλες την γλήορα.
Ίσως στο τέλος να έθελες να δώσεις κάποιο μήνυμα για τα γηρατιά και την απληστία.Αλλά εθέλαμε περισσότερη (πλοκή)και συναίσθημα, το οποίο έβαλες το την ώρα του θανάτου μόνο.
ΑΛΛΑ μπορεί να κάνω εγιώ λάθος και να μεν ετόλμουν να σου γράψω αυτά που μου εκάναν εντύπωση γιατί ντρεπόμουν,όμως πήρα το θάρρος μετά από τη Δόκη να γράψω τα δικά μου (νομίζω τούτο ,νομίζω εκείνο).Φιλούθκια.

avidaviva είπε...

Εχει εικονες,αρχαια δομη (..καθαρση, εξοδο και χορον αντι- φοινισσων :-))).Εμεις τα παιδια ;-),ταξιδευουμε πιο αναλαφρα με τα φρακταλικα σου παραμυθια ,ομως οι μεγαλοι θα χαρουν.Φευγω σις 3/2 για Λαρνακα ,προς αγραν μονιμης στεγης και ειναι με τα ματια του ενηλικου ,αρωγουσης και της τεχνης σου , που θα επιδοθω σε κατι που υστερω και γιαφτο φοβαμαι.

Diasporos είπε...

Επιτέλους ετέλειωσες το. Απέφυγα να το διαβάσω σε επεισόδια γιατί δέν αντέχω την αναμονήν. Τωρά θα κάτσω με την ησυχία μου τζιαι το ρόφημαν μου το Σαββατο να δκιαβάσω ούλλην την ιστορία. Εν τούτον που εννα προσπαθησεις να εκδόσεις?

Bananistanos είπε...

Εμένα το σχόλο μου είναι γλωσσολογικό: οι Κυπραίοι στα χωρκά δεν "κάμνουν έρωτα"

:)

Aceras Anthropophorum είπε...

:)

Στην φάση τζιείνην εν ο συγραφέας που μιλά τζιαι όχι οι πρωταγωνιστές. Θα ήταν όντος λάθος να ελάλεν ο Θεωρής αυτήν την έκφρασην. (όπως ήταν λάθος η έκφραση του καλικάντζιαρου "εν μαλακίες των αθρώπων τούτες" που επαρατήρησεν άλλος ο Joshoua)

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ Άσερας,

το έχω διαβάσει ολόκληρο, αλλά δυσκολεύομαι να κρίνω. Υπάρχουν τόσοι λίγοι άνθρωποι που γράφουν ιστορίες κι ακόμη λιγότεροι στη διάλεκτο. Η προσπάθεια σου είναι αξιοθαύμαστη και θα έπρεπε να σ' ενθαρρύνουμε. Τα κυπριακά μου φτάνουν ίσα-ίσα για την προφορική επικοινωνία, άρα θα ήμουν η τελευταία που θα μπορούσε να σου δώσει συμβουλές περί διαλέκτου. (Σε αρκετά σημεία, χρειάζομαι μετάφραση...)

Πιστεύω ότι γνωρίζεις ήδη από μόνος σου, ποια σημεία χρήζουν επιδιόρθωσης και θα το διαισθανθείς, πότε θα είναι έτοιμο για έκδοση. (Αν το "υπερτελειοποιήσεις" ίσως χαθεί το αυθόρμητο του αυθεντικού, γι αυτό με φειδώ τη σβηστήρα!)

Καλή επιτυχία!

dokisisofi είπε...

Ακερας όλες οι απόψεις που θα ακούσεις εδώ είναι ζήτημα γούστου. Όχι μόνο η δική μου. Απλά η δική μου σου είναι περισσότερο αδιάφορη από τους άλλους. Αλλο αυτό.

Aceras Anthropophorum είπε...

Αγαπητή Δοκησίσοφη ελπίζω να μεν ππέφτεις έτσι έξω τζιαι με τους μη διαδικτυακούς σου φίλους διότι θα τους είναι βαρετόν να θεωρείς ότι δεν σε πιάννουςν σοβαρά υπόψην. Ούλλα τα σχόλια έπιασα τα σοβαρά τζιαι το δικόν σου παραπάνω. Άρα ππέφτεις τέλεια έξω. Αν μου απάντας δε τζιαι στο ιμέιλ που σου έστειλα θα με εβοήθας παραπάνω. Εκαρτέρουν καμιάν εφτομάδαν αλλά τελικά τίποτε.

Λεμεσία το ότι κανένας δεν γράφει πεζογραφήματα (έτσι τα λέμεν στα ελληνικά;) στην διάλεκτον δεν διά το δικαίωμαν σε αυτούς που την χρησημοποιούν να την χρησιμοποιούν κακά. Σαν αρχή, συνήθως πετάσσω το 1/3 της πρώτης προσπάθειας μιάς ιστορίας τζιαι αλλάσσω το τέλος.

Νομίζω ότι αυτόν που είναι λλίον αποτυχία σε τούτην την ιστορίαν είναι που ξαφνικά σταματά η διήγηση τζιαι μεταφερόμαστεν σε έναν είδος επιλόγου στο γεροκομείον που μαθαίνουμεν το τί έγινεν. Σκεύτουμαι να το αλλάξω τζιαι να τα διηγηθώ ούλλα μέχρι τον θάνατον της Φωτούς. Να σας πώ τζιαι σας τί έγινεν ο Αντωνής, η Σβετλάνα (διότι μες την κκελλέν μου ξέρω) τζιαι μετά τον επίλογον να αφήσω την ιστορίαν με την πουτάναν την Λέλλα.

Διάσπορε, άβιταβίβα, Λένη, τσαρτελλούιν μου γλυκόχρωμον, μπανανιστανέ δεν σας εσιερέτησα προσωπικά τον καθέναν, ελπίζω να εκαταλάβετε ότι εννοείται.

dokisisofi είπε...

"Περιμένω να δώ τι θα πουν τζιαι άλλοι για να καταλάβω αν είναι ζήτημαν γούστου η αν το γραψίμιν θέλει άλλαμαν."

( Ase tis xoles kai tis mpixtes kai koita sto email pou sou apantisa. An kai sou grafw oti ki edw.)

Ανώνυμος είπε...

Acera, εμένα άρεσε μου πολλά.
Οι χαρακτήρες που επέρασαν "βιαστικά" όπως είπαν κάποιοι, καθόλου εν εμειώσαν την υπόλοιπη προσπάθεια. Απεναντίας.

dokisisofi: Ξεκόλλα. Για διαλόγους-περιγραφές-αφηγήσεις του γούστου σου, υπάρχει τζιαι η Δημουλίδου.

kyriakos είπε...

Εμένα άρεσε μου..