Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Καταζητήται ο Πελλός που την πόρταν

Ξενιτεμένη συμπατριώτισσα, υπογράφουσα νοσταλγία, εζήτησεν μου με μεγάλην ευγένιαν να της διηγηθώ τον πελλόν που την πόρταν για να της αθθυμισω τα παιδικά της χρόνια. Το πρόβλημαν είναι ότι μπορεί ο χαραχτήρας του Πελλού που την πόρταν να μου εσημάδεψεν τον φανταστικόν μου κόσμον (ίσως τζαι τον πραγματικόν μου χαραχτήραν), η ιστορία εξιθώριασεν που τα χρόνια όπως εξιθωριάσαν τζαι εδιαλυθήκαν οι πέτρες του ναού της Αφροδύτης στα Κούκλια. Θα προσπαθήσω λοιπόν να συνάξω ότι συνάεται που την μνήμην τζαι να ζητήσω που όσους την θκιαβάσουν να την συμπληρώσουν, ιδίως το τέλος που το εξίχασα τέλεια, τζαι αν έχουν τζαι καμιάν άλλην παραλλαγήν να μας την ιγράψουν. Να λοιπόν η δική μου αναπαλαιωμένη:

Μιαν φοράν τζι έναν τζαιρόν, είσιεν θκυο αδέρκια, έναν πελλόν τζι έναν νούσιμον. Ήταν που οικογένειαν φτωσιήν τζι εν είχαν που τον νήλιον μοίραν.

Μιαν ημέραν, λαλεί του Πελλού ο Νούσιμος:

– «Ρε, έρκεσαι μητά μου να πάμεν σε άλλους τόπους πέρκη έβρουμεν την τύχην μας;»
– «Διώ εφτά κουτρουμπέλλες,» λαλεί του ο Πελλός.

Επήαν έσσω, τζι εποσιαιρετήσαν την μάναν τους να τους δώκει την εφτζήν της.

Ο Πελλός εβαρυκόλιαν, ο Νούσιμος αβιάζετουν να μεν νυχτωθούσιν.

– «Χάτε ρε, εγιώ φεύκω, τελείωννε τζαι τράβα τζαι την πόρταν μητά σου»

Τραβά την πόρταν ο Πελλός, εξιμπάρρωσεν την. Επηαίνναν επηαίνναν, ο Πελλός εν έφτανεν τον Νούσιμον. Γυρίζει πίσω ο Νούσιμος, ιντα να δει...

– «Μα ΄σαι τέλλεια πελλός ρε; Κουβαλάς τζαι την πόρταν μητά σου;»
– «Εγιώ είμαι ο πελλός αξά εσού που μου είπες να την τραβήσω μητά μου»

Την ώραν τζείνην εφτάσαν σ’έναν ποταμόν.

– «Χάτε αφού την εκουβάλησες ως δαμαί, βάρτην να την κάμουμεν γιοφύριν να ρέξουμεν που την άλλην.»

Ρέσσουν που την άλλην, ο Πελλός το φκολίν του να κουβαλά την πόρταν.

– «Ρε μα ΄σαι πελλός ρε, την πόρταν τι την κουβαλάς;»
– «Ίντα εν να πετάξω την πόρταν;» λαλεί του ο Πελλός. «Τζι αν μας ιγρειαστεί;»

Επηαίνναν επηαίνναν, είδαν τον κουρνιαχτόν του φουσάτου του βασιλιά που εστρέφετουν που το τζυνήιν. Ο Νούσιμος εφοήθην άμπα τζαι πιάει τους ο βαλιλιάς τζαι κάμει τους στρατιώτες τζαι ετράβησεν τζαι τον Πελλόν τζαι εφκήκαν πας έναν δεντρόν να χωστούν. Η πόρτα εβρέθην τους πάλε. Εβάλαν την πας σε θκυό κλωνιά πας το δεντρόν τζαι κάτσαν τζαι τζείνοι πουπάνω.

Γυρόν τζαι πογυρόν, ο βασιλιάς ήρτεν πουκάτω που το δεντρόν τζαι έστρωσεν τραπέζιν να φαν τα τζυνήα. Ετρώαν, επίνναν, εδιασκεδάζαν τζαι εν ελαλούσαν να τελειώνουν να φεύκουν. Στην πολλήν την ώραν ο Πελλός εσυφτάστην τζαι έθελεν να κατουρήσει.

– «Ούσσου, κάτσε τζιαμέ τζαι σφίχτου», ένεψεν του ο Νούσιμος.

Ο Πελλός τίποτε. Ήταν να σπάσει.

– «Ξαπόλα τα λλίον λλίον να με σε πάρουν χαπάριν», εψουψούρισεν του ο Νούσιμος.

Κορτώννει την ο Πελλός, εγέμωσεν το ποτήριν του βασιλιά.

– «Μεγάλον πουλλάκιν επέρασεν» λαλεί ο βασιλιάς, τζαι εσυνέχισεν το ζιαφέττιν.

Ύστερα που λλίον λαλεί ο Πελλός του Νούσιμου:

– «Ρε εν χοντρόν μου που έθελα να κάμω, εκατούρησα μα εν μου επέρασεν το σύφτασμαν»

– «Εν να μας δουν τζαι κατύσιη μας» εψουψούρισεν του ο Νούσιμος.

– «Εν να τα ξαπολύσω λλία λλία» λαλεί του ο Πελλός

Ξαπολά έναν κοτσιράκκον ο Πελλός, έππεσεν ίσια μες το πιάτον του βασιλιά.

– «Μεάλον πουλλάκιν επέρασεν, μεάλον κότσιρον μας έχεσεν» λαλεί ο βασιλιάς.

Την ώραν που μάσιετουν να ψηλώσει τα παντελόνια του ο Πελλός επεϋκλώθηκεν τζαι έγλιασεν η πόρτα τζαι έππεσεν πας την παρέαν του βασιλιά.

– «Βουράτε να φύουμεν τζαι σύρνουν μας με τα κανόνια» εφώναξεν ο βασιλιάς.

Εφύαν άρον – άρον τζαι αφήκαν τζιαμαί τζαι τα πιάτα τα χρυσά, τζαι τα προτσομάσιαιρα τα αρκυρά, τζαι τα ποτήρκα τα κρυσταλλένα. Κατεβαίννουν που το δεντρόν, ο Νούσιμος εσύναξεν τα χρυσαφικά, ο Πελλός εσύναξεν τα ελιοκόκκονα να καπνίσει τζαι να δοξάσει τον θεόν που τους εγλύτωσεν.

Δαμαί ο αφηγητής έχασεν την συνέχειαν. Αθθυμάται ότι ο θεός κάτι έδωκεν του Πελλού αλλά δεν αθθυμάται τί. Έσιει κανέναν πλόγκερ που αθθυμάτε το τέλος τούτης της παραλλαγής του παραμυθκιού; Αν έσιει, ας το καταθέσει στα σχόλια.

Εν πάσει περιπτώσει, τα θκυο αδέρκια εστραφήκαν εις το χωρκόν τζαι ζήσαν τζείνοι καλά, τζαι μεις καλλύττερα.

13 σχόλια:

shashoura είπε...

polla kalo to paramu8i!( mono tin ekfrasin i3era: ¨o pellos pu thn porta¨)
:)

Ανώνυμος είπε...

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ,,,,,,.
Πάντα γελούσα με τα παραμύθκια του πατέρα μου,το ίδιο τζιαι τωρά.
Τούτες τες ημέρες γελώ μόνη μου ,άμα
θκιαβάζω τες αστείες ιστορίες εννοείται.Θκιαβάζοντας λλίον λλίον αθθυμούμουν το ,εάν δεν το μπερδεύω με άλλο κάπου στο τέλος νομίζω κάποιον κλείνει μέσα σε μιαν κάσια ,και χρησιμοποιεί την πόρτα για καπάκι .Εν είμαι σίουρη γιατί μπερδεύω και κάποιον Τυρίμο στο μυαλό μου.Εν αθθυμούμαι σίουρα .

Aceras Anthropophorum είπε...

Αααα! αυτόν με την κάσιαν που κλείει με την πόρταν δεν το ξανάκουσα. Προσπάθα να το θυμηθείς.

Νομίζω ότι κάπου έχω τον τυρίμον. Θα προσπαθήσω να τον ψάξω

Marlen είπε...

Ου στραβάρα μου! Πρώτη φορά ακούω έτσι ιστορία.. Να θυμηθώ να κάμω παράπονο στον τζύρη μου.

Δασκαλούα είπε...

Πρώτη φορά μπαίνω στο μπλογκ σου. Καταπληκτική δουλειά! Μπράβο!!!!

kkai-Lee είπε...

Ήταν ένα από τα παραμύθια που μου έλεγε η μάνα μου, αλλά το ξέχασα.
Θυμόμουν μόνο την φάση που αντί να κλείσει την πόρτα την έπαιρνε μαζί του και την φράση που λέγεται ακόμα.

Θυμούμαι όμως τον Παναή και τους εκατονέναν δράκους και κάποτε θα το γράψω με την εκδοχή που τον ξέρω βέβαια και που τον διηγούμουν στον γιο μου. ( και ελπίζω και εκείνος στον γιο του ).

Ευχαριστούμε πάντως που κάθε τόσο μας θυμίζεις πράγματα από το κέντρο της μνήμης και τα αποδίδεις πολύ κοντά στην αυθεντική τους μορφή με τις πλέον κατάλληλες λέξεις και φράσεις.

Νάσαι καλά

the Idiot Mouflon είπε...

Ήβραν με οξά ακόμα;

Ανώνυμος είπε...

Αν σε δούμε προφίλ θα είμαστε πιο σίγουροι.
Άτε ίντα μπου καρτεράς? Γύρνα.

Melan είπε...

πεε ρε πεθκια μου..
οσπου να εβρω που εν που βαλλεις comment... :S
εδυσκόλεψεν με τουτ' η ανάρτηση το γιο μου..
οπως διποτε!!!! =]
εγιω εν να σας μιλισω κυπριακα μιαν τζι' εσιει το η περιστασης.. εν πολλα ωραία η σελιδα σου κυριε.. τζιε ας πουμεν εγω ερκουμε τζιε πρωτιν φορα δαχαμε.. εκαμα ξ χαρουαν!! θεμις εν τζι' εξαναβρα ετσι σελιδαν να εσιει κυπριακα.. φφεκιου που την εκαμες^^ εε αυτα!
[σορριν για τα ορθογραφικα.. αα τζιε τονους εβαριθηκα να βαλω..]
ΜΠΡΑΒΟ!!!!!!

Aceras Anthropophorum είπε...

Τους τόνους τζαι τες ορθογραφίες γ..ματες. Η ουσία είναι να καταλαβισκούμαστιν. Έσιει άλλους που γράφουν γκρίκισς τζαι πάλε καταλάφουμεν. Να δεις ότι αν ιθκιαβάσεις ακκόμα μια θκυό σελίδες κυπριακά θα τα συνηθήσεις καλλύττερα που τα κανονικά ελληνικά. Εγώ που τον τζαιρόν που γράφω κυπριακά μπορώ να εκφράζουμαι καλλύττερα κυπριακά παρά ελληνικά κανονικά.

Για σου τζαι που μέναν

Ανώνυμος είπε...

Εγώ είμαι απο την Κύπρο αλλά πιστεύω ότι είναι καλύτερα να γράφουμε στην Νέα Ελληνική.Είναι πολύ καλύτερα και σωστά να γράφεις ελληνικά γιατί αυτή είναι η γλώσσα γραφής μας αλλά η γλώσσα που μιλάμε και εκφραζούμαστε ειναι η Κυπριακή(διάλεκτος).Επίσης αυτήν τημ ιστορία μου την έλεγε ο παππούς μου και είναι τέλεια.Σε ευχαριστώ που μου την έφερες ξανά στο μυαλό μου.

Yiannos Theophanous είπε...

Όταν καπνίζει τον Θεό του λέει ο Θεός να του χαρίσει κάτι και ο πελλος λέει ο, τι πει να γίνεται. Τους κλείνει ο βασιλιάς μες την κάποια διότι η βασιλοπούλλα μένει έγκυος με παιδί που του μοιάζει (το ομολογεί το χρυσό κουτάλι που βρέθηκε μες το παπούτσι του πελλου!

Yiannos Theophanous είπε...

Όταν καπνίζει τον Θεό του λέει ο Θεός να του χαρίσει κάτι και ο πελλος λέει ο, τι πει να γίνεται. Τους κλείνει ο βασιλιάς μες την κάποια διότι η βασιλοπούλλα μένει έγκυος με παιδί που του μοιάζει (το ομολογεί το χρυσό κουτάλι που βρέθηκε μες το παπούτσι του πελλου!