Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2007

Τραούθκια της μαυρότζικλας τζαι τραούθκια των σγαρτιλιών

Ο δράκος εκοράτζιησεν. Έμπην μου η ιδέα να τον ηχογραφήσω τζαι όπως καταλαβαίνετε πιάννει ώραν. Μέχρι να τελειώσω την βλογοεκπομπή, βάλλω σας μιαν ιστορίαν (σετόνιν) κάτι πουλιών για τα οποία εζωγράφισεν τζαι το Αγρινόν σε τελευταίον του πίνακα.

Μιαν φοράν τζι έναν τζαιρόν,

που κα' στήν λουλλουδκιάν του Γεροβασίλη εκρέμμουνταν θκιο κλουφκιά. Μες το έναν είσιεν έναν σγαρτιλούδιν αρσινικόν τζαι μες το άλλον έναν θυλικόν. Έπιασεν τα πριν γρόνια πάνω στα βερκά τζαι έφερεν τα έσσω να του τραουδούν.

Τον πρώτον τζαιρόν τα σγαρτιλούδκια εμαραζώναν τζι εν ετραουδούσαν. Ο Γεροβασίλης ο μισκίνης ήταν άδρωπος πονηρός τζ΄έξερεν να κολατζέβκει τα πουλιά. Εκουβάλεν τους σκανιόλαν τζαι σισάμούιν άσπρον. Το καλοτζαίριν έβαλλεν τα στον νοσσιόν να μέν τρων τον νήλιον τζαι τον σιειμώναν έφερνεν τα έσσω να μεν τρών το σιόνιν.

Λλίον λλίον τα πουλιά emerόsan τζαι εξιχάσαν να πετούν. Εξιχάσαν τζαι την χαράν να παίζουν τα φτερά τους κόντρα στον Λίβαν. Τα παιγνίδκια που κάμναν άμαν εσυνάουνταν πουλούκκιν τζι εστήνναν ζιαφέττιν, εσβηστήκαν πιλέ που το αθθυμητικόν τους. Εξιμάθαν να τρων τους σπόρους της ξαννίθθας. Εξιμάθαν τζαι που το νερόν το κρυόν της πηής. Αλλάξαν τζαι τα τραούδκια τους. Τον τζαιρόν που τραουδούσαν του αέρα τζαι του νήλιου, της γεροελιάς τζαι της τερατσιάς, της μέλισσας τζαι του αγρινού, οι μελωδίες ήταν άλλως πως. Ότι έβκαλλεν η ψυσιή τους, ότι τους έκαμνεν μεράκκιν, έκαμνεν τους παλιούς φίλους να σιαίρουνται. Τωρά, άμαν ετραουδούσαν κανέναν τραούδιν που εν άρεσκέν του Γεροβασίλη, ο γέρος έκοφκεν τους την σκανιόλαν. Έβαλλεν τους την διπλήν άμαν τα τραούθκια ήταν του κκεφκιού του. Εμάθαν να τραουδούν τζιείνα που αρέσκαν του γέρου τους. Ότι τον εκάμνεν να καραμουτσιάζει εξιχάσαν το. Εφκάλαν τζαι τραούδκια νέα, κομμένα τζαι ραμμένα πας τα γούστα του. Στον τζαιρόν τον πολλύν εγλυκάναν εις την σκανιόλαν τζαι αντίν να τραουδουν για το κκέφιν ετραουδούσαν για τα πράο τζαι τα κκουλάφκια του γέρου.

Μιαν ημέραν, ο Γεροβασίλης έπιαχεν μιαν μαυρότζικλαν πα στα βερκά. Έφερεν την έσσω μμά έν έξερεν που να την βάλει. Έβάλεν τα δκιο σγαρτιλούδκια μες έναν κλουβίν τζαι την μαυρότζικλαν μες το άλλον.

Τα σγαρτίλια ήσιαν να σπάσουν που την αζούλαν τους. Εθεωρούσαν την μαυρότζικλαν αππωμένην τζαι φορτωμένην υπεροψίαν. Έν εκάνεν που τους έφκαλεν πο΄σσω τους, ποτέ έν τους εμήλαν. Ούλλη μέρα ετραούδαν σαν το τζιούποξ.

Ο Γεροβασίλης έδειγνεν μιαλλύττερην αδυναμίαν στην μαυρότζικλαν, εδίαν της παραπάνω φαίν τζαι έβαλλεν την σε πιο πασιήν νοσσιόν. Τζιείνη, με εμήλαν με εσυντύχαννεν. Μόνον ετραούδαν κάτι τραούδκια μακρόσυρτα σε φωνήν μινόρε. Που τζιειν΄τον τζαιρον, τα σγαρτίλια εγινήκαν λλιόλοα τζι εν ετραουδούσαν όπως πρίν. Εφτάσαν εις το σημείον να παρακαλούν τον θεόν να βραγνιάσει τον μαυρόπουλλον για να ξανάβρουν την αγάπην του γέρου.

Έναν πορνόν, μες τον τζαιρόν του ζεβκαρώματος, τα σγαρτιλούδκια εντζίσαν κατά λάθος το έναν του άλλου. Μόλις το αρσινικόν έντζισεν του θυλικού, ενώσεν ριόν τζαι συγκίνησην. Είσιεν πολλά γρόνια να ντζίσει το έναν του άλλου. Τόσον τζαιρόν μες το κλουβίν, εφτάσαν εις το σημείον να μάθουν εις τες αγάπες τες ψεματινές. Αφούς αγάπην φυσικήν εν εμπόραν να΄χουν, εμάθαν να ευκαρισκιούνται με την χαρά του κορτώματος τζαι του φίτσιου.

Τζιειν΄το ριόν αθθύμησεν τους τον τζαιρόν που αγαπιούνταν μες τους κάμπους, που εχορέβκαν τραούδκια του έρωτα που παλλούραν σε παλλούραν, που μοσφιλιάν σε μοσφιλιάν, που τραχώνιν σε τραχώνιν.

- Που τον τζαιρόν πο΄μπήκαμεν μες το κλουβίν, εν το ψέμαν που μας κυβερνά. Λαλεί του η σγαρτιλού. Έν τζι εν η ψυσιή μας που τραουδά, εν ο λάρυγγας μας. Κάμνουμεν πους αγαπιούμαστιν, μμα άλλον ν΄αγαπάς τζαι άλλον να δίγνεις μούστραν. Η ζωή μας ούλλη εν έναν ψέμαν.
-Ούσσου σιορ. Ίντα΄ν που φτέμεν αν επιαστήκαμεν πας τα βερκά;
-Πόσες βολές εδοτζίμασες να ποφύεις του Γεροβασίλη; Εμάθαμεν εις την εφκολίαν. Έτυχεν να΄ν η πόρτα αννοιχτή τζαι ο Γεροβασίλης αχάπαρος τζαι ΄μας ο νούς μας ήταν πα στην σκανιόλαν, αντίς να του γελάσουμεν να του φύουμεν. Αθθυμήθου τα λόγια του κουκκουφκιάου τον τζαιρόν που εζιούσαμεν μες τον κάμπον. Γάρος με δίχα την θέλησην σάμαν εν βάλλει, τζι αν του το βάλουν με το ζόριν γένεται χουηλλής. Θώρε με ίντα λο΄ς εν να του γελάσω τωρά πον νάρτει να μας βάλει φαίν.

Τζαι φρρρρ, μόλις άννοιξεν η πόρτα, η σγαρτιλού εβρέθην πα στην μούττην της λουλλουθκιάς. Ώς που να δικλίσει ο Γεροβασίλης να δει ίντα΄ν που γίνετουν, φρρρρ, έφυεν ταπισόν της τζαι ο σγαρτιλής.

Έκατσεν τους του βούρου ο γέρος, μα τζιείνοι, άνεμον στην βράκαν τους τζι αέραν στα πανιά τους. Εκόψασιν έναν χορόν τζαι έναν τραούδιν που είσιεν γρόνια τζαι ζαμάνια να δούσιν τα πετούμενα του κάμπου. Στον χορόν ήρταν τζαι τα περτίτζια, τζαι οι μελισσοφάοι, τζαι οι ζεφκαλάτες, τζαι τα αμπελοπούλια, τζαι οι μούγιοι τζαι έναν σωρόν άλλα πουλιά. Ήρτεν τζαι ο γέρο κουκκουφκιάος που ήταν λλιομήλητος, τζαι έναν αέραν καραμουτσιάρης, μα που είσιεν καρκιάν γρουσήν σαν μάλαμαν τζαι σκέψην τετραγωνισμένην.

Τα σγαρτίλια ιστορίσαν τους την μακρυάν περιπέτειαν τους τζαι επαραντζείλαν ούλλων των πουλιών να γλέπουν που τα βερκά. Είπαν τους τζαι την κουβένταν που τον μαυρόπουλλον. Για την φαντασίαν τζαι την δουλοπρέπειαν του να τραουδά του γέρου που το πρωίν ως το δείμμαν του νήλιου. Είπαν τους τζαι για την αχαριστίαν του να νομίζει πως εν ο πρώτος, να τρώ την σκανιόλαν ούλλην τζαι να μεν αφήννει αλλον να τραουδήσει.

-Βρε στραβόξυλα που νους εν σας έμεινεν πας την κκελλέν. Δίχα να ξέρεται την γλώσσαν του πλασμάτου, δίχα να ξέρεται την ιστορίαν του, ίντα βιάζεσται να το κρίνεται; Ο μαυρόπουλλος εν τραουδά. Τζείν΄το γλυτζίν τζελάδιμαν που ακούεται εν το κλάμαν του. Θρηνεί πρωίν τζαι δίλεις τα μμάθκια του που του τα εστράβωσεν ο γερομισκίνης. Εν μια τέγνη που την κάμνουν οι αδρώποι στην νότιαν Ιταλίαν. Στραβώννουν τες μαυρότζικλες τζαι βάλλουν τες μες το κλουβίν γιατί αρέσκει τους ν΄ακούουν το μυρολόϊν τους. Άκουσεν το τζι ο Γεροβασίλης τζαι μόλις έπιαχεν μαυρότζικλαν πα στα βερκά έκαμεν της το τζαι τζείνος.

Τα σγαρτίλια εβρίξαν τζαι που τζείνον τον τζαιρόν εβάλαν νουν πα στην κκελλέν τους τζαι εγλέπαν τζαι που τα βερκά τζαι πο τους αδρώπους τζαι κυρίως που τον ίδιον τους τον εαυτόν. Ετραουδούσαν μες τους κάμπους τραούδκια γλυτζιά, τραούθκια απλά τζαι ωραία, τραούδκια της ψυσιής τζι αγαπιούνταν πα στες παλλούρες τζαι τες μοσφιλιές αγάπες όμορφες τζι αληθινές. Τζι εζήσαν μακρυά που το ψέμαν τζείνοι καλά, τζαι ΄μείς καλλύττερα.

11 σχόλια:

the Idiot Mouflon είπε...

Όρτσα τα πανιά !!!

Marlen είπε...

Συχωρούμεν σε για τον δράκο γιατί άρεσεν μας πολλά!

Lexi_penitas είπε...

Ζήτω το κυπριακό παραμύθι!!!

evita είπε...

Επερίμενα τζίνον τον δράκο αλλά επειδή τζαι τούτο εν εξαιρετικό θα κάνω τζάλην υπομονή.
Αστεία αστεία, συνέχισε έτσι γιατί μ' αρέσουν πάρα πολύ αυτά που γράφεις.

Aceras Anthropophorum είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Διούν μου όρεξη να δουλέψω παραπάνω.

Ο δράκος εν τελειωμένος αλλά πασπατεύκω πάνω στην ηχογράφηση. Θωρείτε, για ν΄ανεβεί ο δράκος, θέλει δουλειά πολλή.

Ανώνυμος είπε...

polla kalo to website sou. pravo. afierwsa kammia wra diavazontas tjie akousa tjie tin istoria toy drakoy. Polla poiotiko, polla vathy noima. Exarika pragmatika. Enna xanartw na dkiavasw oullo to website.

Ανώνυμος είπε...

Σε καλησπερίζω έσιει μέρες που εθκιάβασα το παραμύθι με τα σγαρτιλούθκια τσιαί άρεσε μου πολλά .
Πολλές φορές το θκιάβασα, τσιαί ολόγος της επανάληψης ήταν ο εξής.
Την πρώτη φορά θκιαβάζοντας το ήρτε μια εικόνα μπροστά μου στο ένα κλουβί οι Ελληνοκύπριοι δηλαδή εμείς τσιαίστο άλλο οι Τουρκοκύπριοι. Μα όσες φορές τσιαί να το θκιαβάσω αυτή την εικόνα βλέπω,ΔΥΣΤΥΧΩΣ.Ας μου πεί κάποιος ότι κάνω λάθος και είναι αλλιώς τα πράγματα .Όμως όπως και να είναι η ιστορία σου είναι καταπληκτική.

Ανώνυμος είπε...

αγαπητέ φίλε, ειναι η πρώτη φορά που διαβάζω το μπλογκ σου γιατί έκαμνα μεσάνυχτα σε τούτο τον τομέα ως τελευταίως τζιαι δεν εχω λόγια να εκφράσω τον θαυμασμό μου για τον ιδιαίτερο τρόπο που περιγράφεις τζιαι που πλάθεις τις ιστορίες σου. Την συγκεκριμένη την δκιάβασα με πολλή συγκίνηση.. τα μαυρόπουλα δεν το ήξερα πως πολλές φορές καταλήγουν να έχουν τεθκια κακή τύχη.,Μέσα από τα γραφόμενα σου καταλαβαίνουμε εμείς που τα δκιαβάζουμε πως είσαι ανθρωπος με μεγάλες ευαισθησίες τζιαι τούτο είναι ακρως παρηγορητικό..εν σπουδαίο πράμα να ανακαλύφκεις ότι υπάρχουν ανθρώποι με ψυσιή ζωντανή τζιαι με μεγάλα συναισθήματα. Καλή συνέχεια να έχεις τζιαι απολογούμαι που μακρυγόρησα,

Aceras Anthropophorum είπε...

Χέ χε! Γιάσου Irma la douce. Αυτή η ιστορία φέρνει μου θύμησες πολλές. Εβλάστησεν μες τον νου μου μιαν ημέραν που ένας καλός φίλος όταν άρχισεν να δουλεύκει στην τηλεόραση τζαι να διαπρέπει στην σαπουνόπερα, είπεν μου ότι εκδίδεται έτσι διότι δεν έχει άλλην επιλογήν. "Τι να κάμω, πρέπει να φάω"... Τωρά, καμιάν δεκαρκάν χρόνια μετά, εκατάντησεν τέλεια πουτάνα. Υπηρετεί ένα σύστημαν (όπως ούλοι μας) το οποίον του παραχωρεί βιλλάραν 300 τετραγωνικά, Παντζιέρο νέον μοτέλλον 4X4 που καταλιεί 10-12 λίτρα πεζίναν για να κόψει 100 χιλιόμετρα, ταξιδάκια κάθε χρόνον στο εξωτερικόν, λίρες πόλιτζιες να ικανοποιεί τα τρελλά θέλω των αππωμένων αγαπημένων του τυράνων, βίζιτες στον ψυχολόγον για να αντιμετωπίσει το στρές που του επιβάλλει η σκληρή η κοινωνία... Θωρείς κρίνοντας τον φίλον μου εν τον εαυτόν μου που κρίνω, που μπορεί να μεν εκδίδοται κάμνοντας σαπουνόπερες, μπορεί να μεν πελλανίσκει απο την ηδονήν με μαλακίες όπως τα παντζιέρο τζαι τα αππωμένα ματαιόδοξα, το σύστημαν το υπηρετει κανονικά, πλέρια τζαι πιστά από άλλη σκοπιά.

Αθθυμούμαι όταν εγενήθην αυτή η ιστορία ήταν η πρώτη φορά που εσυνάντησα την αγαπημένην μου γεναίκαν. Εκάμναμεν έναν περίπατον πας τες Άλπεις τζαι της την εδιηγήθηκα υποκρινόμενος ότι ήταν έναν όρομαν που είδα την προηγούμενην νύχταν. Αντρέπουμουν να της πώ ότι γράφω ιστορίες. Που τότες εγινήκαμεν το ζευκάριν τα ζγαρτίλια που πετούν τζαι ερωτεύκουνται πας τα φτέρη.

Ανώνυμος είπε...

σπουδαια και η ιστορια με την αγαπημενη σου γυναικα..ειπαμε, εχεις ενα πολυ ομορφο τροπο να περιγράφεις τις ιστορίες σου. Ζωντανεφκουν, σαν να τζιαι ημασταν τζιαι εμεις τζιαμαι. Οσο για τον φιλο σου που εκαταντησε να πουλιέται, αχ, ολοι στον ιδιο λαβύρινθο χάνονται..εκτος που τζείνους που ανοιγουν τα μμάθκια τους πιο νωρίς τζιαι αποφεύγουν τις τρύπες.,τζιαι που αρκούνται με τα λίγα αγαθά..τζιαι που εν θέλουν να γίνουν όπως ούλλοι οι υπόλοιποι. Που περνούν τζιαι με τα λλία..οπόταν εν εχουν μεγάλες απαιτήσεις οπόταν εν ιμπαίνουν στην παγίδα του "εγινα σκλάβος του χρήματος γιατί αγαπώ τα μωρά μου τζιαι την γενέκα μου τζιαι θέλω να τους τα προσφέρω ούλλα" ιμίσιη μου.. Ατε, φτάνει..Δαμαί, σιωπώ. Να'σαι καλά φίλε. Σπουδαία και η ιστορία του δράκου.Ευγε!

Ανώνυμος είπε...

Τελικα, υπαρχει πολλυ φως μες στο σκοταδι αλλα θελει τρεναρισμενο βλεμμα να το δεις. Ξανα: Να' σε καλα να σε χαιρομαστε και σενα και τα παραμυθια σου.